Η παιδική φιλία και οι σχέσεις με συνομηλίκους παίζουν έναν καθοριστικό ρόλο στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών. Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, οι αλληλεπιδράσεις με τους συνομηλίκους, τα βοηθούν να αποκτήσουν σημαντικές δεξιότητες κοινωνικής συμπε ...
21 Μαρτίου 2022
Ο χωρισμός των γονιών αποτελεί ορόσημο στη ζωή του παιδιού, που ανατρέπει τα ως τώρα οικεία και γνώριμα δεδομένα. Το παιδί καλείται να προσαρμοστεί σε μία νέα τάξη πραγμάτων. Το διαζύγιο εγείρει μια συναισθηματική διεργασία ανάλογη με τη διεργασία του πένθους, η οποία είναι μοναδική για κάθε παιδί και δυναμική στον χρόνο, αφού παίρνει διαφορετικά νοήματα καθώς το παιδί μεγαλώνει.
Υπάρχει η λανθασμένη πεποίθηση πως ο χωρισμός των γονιών αναστέλλει την αναπτυξιακή εξέλιξη του παιδιού. Ασφαλώς και το διαζύγιο δεν καθορίζει την εξέλιξη του παιδιού. Έχει διαπιστωθεί ερευνητικά ότι η επιθετικότητα μεταξύ των γονιών, οι συνεχείς επικρίσεις, η βία, το συναισθηματικό πάγωμα, που ενδεχομένως προηγούνται του διαζυγίου -ή διατηρούνται και μετά απ’ αυτό- πληγώνουν βαθιά το παιδί και επιδρούν πολύ πιο έντονα απ’ ότι το διαζύγιο αυτό καθαυτό.
Φαίνεται ότι υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες που επηρεάζουν τις επιπτώσεις του διαζυγίου στο παιδί, όπως η ιδιοσυγκρασία του αλλά και η σχέση που είχε με τους γονείς πριν το διαζύγιο. Το πώς θα βιώσει το παιδί τις επιπτώσεις του διαζυγίου επηρεάζεται σημαντικά από την ένταση και τη συχνότητα των συγκρούσεων του ζευγαριού αλλά και την ίδια τη στάση των γονέων απέναντι στο διαζύγιο και τη μεταξύ τους σχέση. Φυσικά, καθοριστικός παράγοντας που επηρεάζει το βίωμα του παιδιού είναι η ποιότητα της στήριξης που δέχεται και η ικανότητα των γονιών να συνεχίζουν να ανταποκρίνονται στις ανάγκες του. ‘Ένας χωρισμός που οδηγεί σε ψυχολογική, κοινωνική και οικονομική επιβάρυνση του ενός ή και των δύο γονιών, μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ικανότητά τους να επιτελούν τον γονεϊκό τους ρόλο.
Υπάρχει πιο «κατάλληλη» ηλικία για να βιώσει το παιδί το διαζύγιο;
Η αλήθεια είναι ότι το διαζύγιο επηρεάζει τα παιδιά όλων των ηλικιών. Τα μικρά μέλη της οικογένειας έχουν να διαχειριστούν ταυτόχρονα με το γεγονός του διαζυγίου, τις προκλήσεις της κάθε αναπτυξιακής φάσης στην οποία βρίσκονται.
Βρεφική και νηπιακή ηλικία
Μία κοινή, λανθασμένη αντίληψη είναι ότι τα παιδιά κάτω των 3 ετών δεν κατανοούν ή δεν θα θυμούνται το διαζύγιο, και επομένως δεν επηρεάζονται απ’ αυτό. Στην πραγματικότητα, τα βρέφη και νήπια αντιλαμβάνονται σε συναισθηματικό επίπεδο τις αναταράξεις στην οικογένεια και αισθάνονται ότι ο κόσμος τους κλονίζεται με τρομακτική ένταση.
Έτσι, μπορεί να είναι πιο κινητικά νευρικά, προσκολλημένα στον γονέα ή ανασφαλή κατά την απουσία του. Μπορεί να εμφανίζουν πιο έντονο κλάμα, ξεσπάσματα θυμού ή δυσκολίες στον ύπνο. Ακόμη, μπορεί να καθυστερούν σε αναπτυξιακά ορόσημα ή να παλινδρομούν σε προηγούμενα στάδια ανάπτυξης (π.χ. ένα παιδί 2 ετών που δεν χρησιμοποιεί πιπίλα πια, μπορεί να επιστρέψει σε αυτήν).
Καθώς τα πρώτα χρόνια είναι καθοριστικά για την ψυχική εξέλιξη του ατόμου, ο χωρισμός των γονιών και κυρίως οι μεταξύ τους εντάσεις μπορούν να έχουν αρνητικές επιδράσεις στην αίσθηση ασφάλειας του παιδιού. Ακόμη, ένα διαζύγιο είναι παράγοντας κίνδυνου, όταν οι γονείς, λόγω των δικών τους δυσκολιών, δεν μπορούν να προσφέρουν τα κατάλληλα ερεθίσματα για την ψυχοκινητική ανάπτυξη του μικρού παιδιού.
Προσχολική ηλικία
Τα παιδιά αυτής της ηλικίας έχουν ανάγκη την ασφάλεια και σταθερότητα της παρουσίας των γονιών για να διαχειριστούν νέες και άγνωστες εμπειρίες και δύσκολα συναισθήματα. Οι εντάσεις και οι κλυδωνισμοί που επιφέρει το διαζύγιο στην οικογένεια μπορεί να βιώνονται έντονα. Το μικρό παιδί δεν μπορεί να επεξεργαστεί και να διαχειριστεί μόνο του αυτές τις ανατροπές. Μπορεί να εμφανίσει χαμηλή διάθεση και απόσυρση, διαταραχές ύπνου και φοβίες. Μπορεί να αρνείται με θυμό τον χωρισμό των γονιών ή ακόμη και να αισθάνεται ένοχο για την κατάσταση αυτή. Αναρωτιέται μήπως οι «κακές» συμπεριφορές του έκαναν τον γονιό να φύγει, υπόσχεται να αλλάξει για να τους κρατήσει ενωμένους και αμφισβητεί την αγάπη του γονιού που φεύγει, αφού δεν είναι αρκετή για να τον κρατήσει.
Σχολική ηλικία
Στην πρώτη σχολική ηλικία (6-8 ετών), το παιδί μπορεί επίσης να κατηγορεί τον εαυτό του για τον χωρισμό των γονιών. Μπορεί να βιώνει θλίψη, πόνο, απόσυρση, καθώς θρηνεί την απώλεια της οικογένειας όπως την ήξερε μέχρι τότε και την καθημερινή παρουσία του ενός γονέα ή να θυμώνει έντονα με τους γονείς. Μπορεί να εμφανίσει σωματικές ενοχλήσεις και ψυχοσωματικά προβλήματα.
Στη μέση σχολική ηλικία και καθώς το παιδί ετοιμάζεται να διαχειριστεί τις προκλήσεις της προεφηβείας, το διαζύγιο μπορεί να είναι φορέας συναισθημάτων απόρριψης, ανασφάλειας, αβεβαιότητας, ντροπής. Τα παιδιά αυτής της ηλικίας φοβούνται ότι χάνουν μια σημαντική σταθερά τους. Μπορεί να εκδηλώσουν επίσης επιθετικές ή αντιδραστικές συμπεριφορές.
Εφηβεία
Οι έφηβοι μπορούν να κατανοήσουν διαφορετικά τις αιτίες του διαζυγίου όμως αυτό δεν είναι απαραίτητα προστατευτικό. Έχουν να διαχειριστούν παράλληλα με τις αλλαγές που επιφέρει το διαζύγιο, τις αλλαγές και αναταράξεις της εφηβείας. Μπορεί να εκδηλώσουν θλίψη, θυμό, απόσυρση, αλλά και ριψοκίνδυνες συμπεριφορές. Ακόμη, ενδέχεται να ανησυχούν για τις δικές τους συντροφικές σχέσεις και να βιώνουν έναν φόβο δέσμευσης ή απόρριψης και εγκατάλειψης.
Στα παιδιά σχολικής ηλικίας και στους εφήβους παρατηρείται επίσης έκπτωση στις ακαδημαϊκές τους επιδόσεις.
Πως να μιλήσω στο παιδί μου για το διαζύγιο;
Είναι σημαντικό οι γονείς να μιλήσουν από κοινού στο παιδί για την απόφασή τους να χωρίσουν. Αυτό δίνει στο παιδί το μήνυμα ότι οι γονείς χωρίζουν μεν ως ζευγάρι, αλλά παραμένουν μαζί ως γονείς του παιδιού τους. Η συζήτηση αυτή πρέπει να γίνει όταν οι γονείς έχουν πάρει την οριστική απόφαση να χωρίσουν για να μην εκτεθεί το παιδί σε πισωγυρίσματα του ζευγαριού. Μπορούν να ανακοινώσουν στο παιδί την απόφασή τους, χωρίς να μπουν σε εξηγήσεις σχετικά με τα συζυγικά προβλήματα που μπορεί να πληγώσουν το παιδί και χωρίς αλληλο-επικρίσεις.
Χρειάζεται να τονίσουν ότι το παιδί δεν έχει καμία ευθύνη για την κατάληξη αυτή. Είναι συχνό τα μικρά παιδιά να νιώθουν ευθύνη για τη διάλυση τη σχέσης των γονιών. Αλλά και μεγαλύτερα παιδιά μπορεί να θεωρούν ότι οι δικές του δύσκολες συμπεριφορές συνεισέφεραν στις συγκρούσεις των γονέων και τελικά στον χωρισμό.
Είναι σημαντικό οι γονείς να υπογραμμίσουν στο παιδί την αμείωτη αγάπη τους για εκείνο. Το αγαπούν και θα συνεχίσουν να το αγαπούν. Η αγάπη αυτή δεν έχει με τίποτα να κάνει με τη σχέση των συντρόφων. Το παιδί έχει ανάγκη την επιβεβαίωση ότι δεν πρόκειται να «χάσει» κανέναν από τους δύο, λόγω του μεταξύ τους χωρισμού. Ο γονιός μπορεί να διαβεβαιώσει το παιδί ότι είναι επιθυμητό για εκείνον/η να διατηρήσει το ίδιο καλή σχέση με τον άλλον γονέα. Αυτό ανακουφίζει το παιδί, καθώς μπορεί να αισθάνεται πως προδίδει τον έναν γονέα δείχνοντας την αγάπη του στον άλλον.
Οι γονείς μπορούν να προσκαλέσουν τα παιδιά να εκφράσουν, στον δικό τους χρόνο, πως αισθάνονται για τον χωρισμό των γονιών. Μπορούν να διευκολύνουν το «άνοιγμα» του μικρού παιδιού, αναφέροντας για παράδειγμα «Μερικές φορές μπορεί να νιώθεις θλίψη ή να θυμώνεις επειδή σου λείπει ο μπαμπάς. Είναι φυσιολογικό να νιώθεις έτσι».
Πότε αποφασίζει το παιδί με ποιον γονέα θα μείνει;
Είναι ωφέλιμο για το παιδί να παραμείνει μετά το διαζύγιο στο σπίτι στο οποίο έμενε, ώστε να μην αναγκαστεί να βιώσει ταυτόχρονα και άλλες απώλειες όπως την αλλαγή του οικείου χώρου, του σχολικού περιβάλλοντος, των φίλων του. Η διατήρηση μιας ρουτίνας και σταθερότητας στην καθημερινότητα του παιδιού είναι βοηθητική. Ειδικά για τα βρέφη και νήπια, είναι κρίσιμο να διατηρηθεί η ρουτίνα τους και στα δύο σπίτια των γονέων. Ακόμα, είναι σημαντικό το παιδί να έχει μία σταθερή και τακτική επαφή με τον γονέα που δε μένει μαζί του, ώστε να αισθάνεται μια ασφαλή συνέχιση του μεταξύ τους δεσμού. Αν δεν είναι εφικτό να διατηρηθούν κάποιες συνθήκες (π.χ. η παραμονή στο προηγούμενο σπίτι), το παιδί χρειάζεται χρόνο και υποστήριξη για να προσαρμοστεί στις πολλαπλές αλλαγές.
Οι πιθανές, δύσκολες αντιδράσεις του παιδιού είναι σημαντικό να κατανοηθούν και να γίνουν αποδεκτές, αλλά παράλληλα οι γονείς πρέπει να συνεχίσουν να οριοθετούν κατάλληλα τις συμπεριφορές του παιδιού.
Φυσικά, η συνέχιση της κάλυψης των συναισθηματικών και πρακτικών αναγκών του παιδιού είναι πρωταρχικής σημασίας. Οι γονείς οφείλουν να είναι συναισθηματικά διαθέσιμοι, ανοιχτοί στην επικοινωνία με το παιδί. Να το καλούν να εκφράσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του, να το ακούν με αποδοχή και ενσυναίσθηση, να του προσφέρουν ένα πλαίσιο ώστε να διαχειριστεί τη θλίψη, τον φόβο και τον θυμό του. Το διάβασμα βιβλίων σχετικά με το διαζύγιο θα διευκολύνει το παιδί στην έκφραση των συναισθημάτων και των ανησυχιών του. Επίσης, στα μικρότερα παιδιά, το συμβολικό παιχνίδι (το παιχνίδι όπου αναπαριστά ρόλους και συμπεριφορές, χρησιμοποιώντας κούκλες, λούτρινα, κλπ.) χρησιμοποιείται ως μέσο έκφρασης και επεξεργασίας των συναισθημάτων του.
Πώς νιώθουν τα παιδιά χωρισμένων γονιών και πώς τα υποστηρίζουμε;
Τα παιδιά χρειάζονται χρόνο και ψυχικό χώρο για να μπορέσουν να «μεταβολίσουν» το συναισθηματικό τους φορτίο. Να εντάξουν το αφήγημα του διαζυγίου στην ιστορία της ζωής τους, να του δώσουν ένα νόημα. Γι’ αυτό, οι γονείς οφείλουν να προσεγγίζουν τα δύσκολα συναισθήματα του παιδιού, να τα αντέχουν, χωρίς να βιαστούν να τα «ανακουφίσουν», κυρίως λόγω της δυσφορίας που οι ίδιοι νιώθουν ξέροντας ότι το παιδί δυσκολεύεται. Το παιδί μιλώντας για το δύσκολο βίωμά του, σιγά-σιγά θα βάλει σε τάξη το ταραχώδες και αποσταθεροποιημένο παρόν και θα «περάσει» μέσα από την κρίση αυτή, έχοντας κάτι χάσει αλλά και κάτι κερδίσει.
Συχνά, δεν είναι εύκολο για τους γονείς στηρίξουν το παιδί, καθώς κι εκείνοι βιώνουν τις ματαιώσεις που φέρνει η απώλεια της σχέσης με τον σύντροφο της κοινής ζωής τους, των προσδοκιών και των ονείρων που είχαν κάποτε επενδύσει στον γάμο τους. Εάν οι γονείς παρουσιαστούν υπερβολικά ευάλωτοι μπροστά στις απώλειες αυτές, θα είναι δύσκολο να φέρουν εις πέρας τον υποστηρικτικό τους ρόλο.
Όταν ο γονιός παρουσιάζεται τόσο ευάλωτος, το παιδί αναγκάζεται συχνά να αναλάβει εκείνο την ευθύνη να «στηρίξει» τον γονέα, να τον φροντίσει συναισθηματικά, να τον ανακουφίσει, ένα βάρος που το παιδί δεν είναι αναπτυξιακά έτοιμο να σηκώσει. Στις περιπτώσεις αυτές, συναντάμε ένα «γονεοποιημένο» παιδί, που έχει αναλάβει τον γονεϊκό ρόλο απέναντι στον γονέα του. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την παραμέληση των δικών του σημαντικών αναγκών και μια επώδυνη ανασφάλεια και βαθιά αγωνία όπως «Τι θα απογίνει ο γονιός μου; ή Τι θα απογίνω εγώ;» που μπορεί να επηρεάσει την ψυχοσυναισθηματική του εξέλιξη.
Από την άλλη, εάν οι γονείς παρουσιάζονται φαινομενικά «ανέγγιχτοι» από τη δυσκολία του διαζυγίου, μεταδίδουν στο παιδί μια ψευδαίσθηση παντοδυναμίας. Είναι ανθρώπινο οι γονείς να παρουσιαστούν προσωρινά ευάλωτοι. Αναγνωρίζοντας τη δική τους αδυναμία, οι ίδιοι οι γονείς μπορούν να αναζητήσουν στήριξη από «σημαντικούς άλλους» στη ζωή τους. Εξάλλου, και το παιδί είναι ωφέλιμο να νιώσει ότι και το δικό του υποστηρικτικό δίκτυο δεν αποτελείται μόνο από τους γονείς, αλλά και άλλους αγαπημένους συγγενείς, δασκάλους, φίλους κλπ. Έτσι, έχει ένα μεγαλύτερο δίχτυ ασφαλείας που θα τον «κρατήσει» και θα τον συνοδεύσει στη δύσκολη αυτή μετάβαση.
Πέρα από την ικανοποιητική γονεϊκή λειτουργία, η σχέση μεταξύ των πρώην συντρόφων είναι ένας ακόμη παράγοντας που θα καθορίσει τις επιπτώσεις του διαζυγίου για το παιδί. Η σχέση των γονιών είναι πολύ σημαντικό να παραμείνει μία σχέση σεβασμού και συνεργασίας. Οι γονείς δεν πρέπει να συμμαχούν με το παιδί εναντίον του άλλου γονέα, να τον/την επικρίνουν μπροστά του και να το βάζουν σε θέση διαμεσολαβητή. Το παιδί έχει ανάγκη να διατηρήσει ψηλά την πατρική/μητρική φιγούρα και τη σχέση αγάπης με τον άλλον γονέα.
Οι γονείς που παίρνουν τη συνειδητή απόφαση να λύσουν όσο πιο ικανοποιητικά και ώριμα μπορούν τις δυσκολίες της σχέσης τους μέσω του διαζυγίου και στοχεύουν στην προσωπική τους ευτυχία, λειτουργούν ως ένα θετικό μοντέλο διαπροσωπικών σχέσεων για τα παιδιά τους.
Ευτυχισμένα παιδιά μετά το διαζύγιο;
Το διαζύγιο θα αποτελέσει μία περίοδο αποσταθεροποίησης για το παιδί. Σταδιακά, η ζωή του αλλά και η νέα μορφή οικογένειας θα αποκτήσει πάλι συνοχή και σταθερότητα. Το παιδί καλείται να αντέξει τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις και να «καρπωθεί» τα οφέλη που μπορεί να προσφέρει η διαχείριση μια τέτοιας εμπειρίας. Στον απόηχο του διαζυγίου, το παιδί -με την κατάλληλη στήριξη- θα ανακαλύψει την ψυχική του ανθεκτικότητα και θα αναπτύξει νέες δεξιότητες διαχείρισης. Η διεργασία αυτή είναι δύσκολη αλλά ταυτόχρονα μεταμορφωτική.
Φανή Χονδρού,
Ψυχολόγος, PhD, MSc