Όταν το βρέφος γεννιέται εξαρτάται απόλυτα από τους φροντιστές του για να επιβιώσει. Μάλιστα τους πρώτους μήνες της ζωής του, βρίσκεται σε μία συμβιωτική φάση με τη μητέρα, σε μία αδιαφοροποίητη ενότητα μαζί της. Καθώς το μωρό μεγαλώνει, αρχίζει να σ ...
5 Νοεμβρίου 2021
Η επιστροφή της μητέρας στην εργασία φέρνει την οικογένεια με μωρό ή μικρό παιδί αντιμέτωπη με μία σημαντική μετάβαση. Πρόκειται φυσικά για το δίλημμα της επιλογής φροντιστή ή του ξεκινήματος του βρεφονηπιακού ή παιδικού σταθμού για το μικρό μέλος της οικογένειας. Η απόφαση της, καλύτερης για την κάθε οικογένεια, επιλογής εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων της ηλικίας του παιδιού, των αναγκών της οικογένειας αλλά και των διαθέσιμων εναλλακτικών.
Αποχωρισμός από τον βασικό φροντιστή
Είναι φυσιολογικό το μικρό παιδί να βιώνει άγχος και αγωνία, όταν καλείται να αποχωριστεί τον βασικό φροντιστή του, την οποία εκφράζει συχνά με κλάμα, έντονες αντιδράσεις και τάση προσκόλλησης προς τη γονεϊκή φιγούρα. Το άγχος αυτό ονομάζεται ‘άγχος αποχωρισμού’ και εμφανίζεται γύρω στους 6 -7 μήνες, καθώς το βρέφος συνειδητοποιεί ότι η μητέρα του είναι μια διαφορετική ύπαρξη από εκείνο και επομένως μπορεί να την αποχωριστεί και να τη χάσει.
Το άγχος αποχωρισμού και η ένταση της προσκόλλησης του παιδιού στον βασικό φροντιστή του κορυφώνεται γύρω στους 12 με 18 μήνες. Σταδιακά, περιορίζεται μέχρι τα 2 με 2,5 έτη αλλά είναι γύρω στα 3 με 4 έτη όπου τα παιδιά είναι συνήθως σε θέση να αποχωρίζονται τη μητέρα για ένα μικρό χρονικό διάστημα χωρίς ιδιαίτερο άγχος. Βέβαια, το άγχος αποχωρισμού μπορεί να εμφανιστεί και αργότερα ως αντίδραση σε ψυχοπιεστικές συνθήκες.
Όμως, η μετάβαση στον παιδικό σταθμό ή η αλλαγή φροντιστή φαίνεται να είναι συχνά δύσκολη και για την ίδια τη μητέρα. Η μητέρα είναι σημαντικό να διερευνήσει τα συναισθήματά της απέναντι στην αναγκαία αυτή μετάβαση, την ενοχή της ότι αφήνει το μικρό της, την αγωνία της για τη φροντίδα του και τη θλίψη που μπορεί να φέρνει και στην ίδια ο αποχωρισμός αλλά και η αντίδραση του παιδιού σ’ αυτόν. Και ναι, ένα νήπιο που κλαίει αναζητώντας να μείνει κοντά στη μητέρα είναι ένα πολύ ευαίσθητο ερέθισμα για εκείνη.
Ποια είναι η κατάλληλη επιλογή;
Η οικογένεια καλείται να αποφασίσει εάν, κατά την απουσία των γονιών, θα αναλάβει τη φροντίδα του παιδιού κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας, συνήθως οι παππούδες, ή κάποια babysitter ή εάν το παιδί θα ξεκινήσει στον βρεφονηπιακό ή παιδικό σταθμό. Σε αυτή την απόφαση, η ηλικία του παιδιού είναι πολύ σημαντικό να ληφθεί υπόψιν. Η επιστήμη της ψυχολογίας υπογραμμίζει ότι τα μωρά και νήπια έως 18 μηνών με 2 ετών είναι καλό να βρίσκονται με ένα σταθερό άτομο που τους προσφέρει αποκλειστική φροντίδα. Στην ηλικία αυτή, η σταθερή φροντίδα και προβλεψιμότητα είναι βασική ανάγκη για να αναπτύξει το παιδί ασφαλή δεσμό. Επομένως, φαίνεται ότι είναι προτιμότερη αυτή η επιλογή, εφόσον υπάρχει σαν δυνατότητα. Φυσικά, το άτομο που θα αναλάβει τη φροντίδα είναι σημαντικό να ανταποκρίνεται με ευαισθησία στις ανάγκες του παιδιού.
Η επιλογή της γιαγιάς και του παππού έχει σημαντικά θετικά, όπως το ότι είναι άτομα εμπιστοσύνης, γεγονός που ανακουφίζει τις αγωνίες των γονιών. Ακόμη, μπορεί το μικρό παιδί να έχει ήδη αναπτύξει μαζί τους ισχυρό δεσμό και συχνά υπάρχει ζεστασιά και τρυφερότητα στη σχέση τους. Παρ’ όλα αυτά, κάποιες φορές, οι παππούδες χρησιμοποιούν διαφορετικό τρόπο διαπαιδαγώγησης από αυτό των γονιών, και έτσι επηρεάζονται οι ισορροπίες και δημιουργούνται συγκρούσεις ενώ, αν είναι μεγαλύτεροι σε ηλικία, μπορεί να μην έχουν τις απαραίτητες σωματικές αντοχές. Από την άλλη, μια νταντά μπορεί να επιλεχθεί προσεκτικά με βάση την προσωπικότητάς της, την εμπειρία της και τις γνώσεις της, και μάλιστα με ό,τι κριτήρια θέτουν οι γονείς. Η επιλογή βέβαια του προσώπου αυτού είναι συχνά αρκετά αγχογόνα για τους γονείς, που αγωνιούν για το άτομο με το οποίο θα αφήσουν το παιδί τους, ενώ αποτελεί και αρκετά κοστοβόρα λύση.
Για παιδάκια μεγαλύτερα από 18 μηνών με 2 ετών, η επιλογή του παιδικού έχει οφέλη για την κοινωνικοποίηση τους, την προσαρμογή τους σε παρέες συνομήλικων, την προσφορά νέων ερεθισμάτων, την ανάπτυξη της γλώσσας, των γνωστικών και κοινωνικών του δεξιοτήτων, κλπ. Ωστόσο, τα μικρότερα μωρά μπορεί να μην είναι ψυχοσυναισθηματικά έτοιμα. Σε εκείνες τις περιόδους, βιώνουν έτσι κι αλλιώς έντονα το άγχος αποχωρισμού, γεγονός που ίσως φέρει κάποιες προκλήσεις στη μετάβαση. Η ανησυχία για ιώσεις είναι μία ακόμη έγνοια των γονιών.
Όποια απόφαση κι αν πάρουν οι γονείς, είναι αναμενόμενο να προβληματίζονται. Παρ’ όλα αυτά, εάν έχουν εμπιστοσύνη στα άτομα στα οποία αφήνουν το παιδί και αντιμετωπίζουν την επιλογή τους με ηρεμία και ασφάλεια, παρά το σχετικό, αναμενόμενο άγχος, το παιδί θα προσαρμοστεί σταδιακά στις νέες συνθήκες. Φυσικά, είναι και οι γονείς που καλούνται να δώσουν χρόνο στους εαυτούς τους, να προετοιμαστούν και να προσαρμοστούν στη μετάβαση αυτή.
Τι διευκολύνει τη μετάβαση;
- Οι γονείς πρέπει πρώτα να διαχειριστούν δικά τους δύσκολα συναισθήματα που ίσως παρεμποδίζουν τη μετάβαση αυτή. Το άγχος, η ανησυχία για την επιλογή τους, η αίσθηση εγκατάλειψης του παιδιού, δυσκολεύουν συχνά τους γονείς, μεταδίδοντας στο ίδιο το παιδί την αίσθηση ανασφάλειας.
- Όπως συμβαίνει με κάθε μετάβαση, χρειάζεται χρόνος ώστε το μικρό παιδί να συνηθίσει σταδιακά την αλλαγή. Η κατάλληλη προετοιμασία και σταδιακή έκθεση είναι ωφέλιμες. Συγκεκριμένα, εάν πρόκειται να φροντίσει το παιδί κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας -ειδικά αν το παιδί δεν είναι εξοικειωμένο μαζί του- ή κάποια νταντά, είναι καλό το παιδί να αρχίσει να προετοιμάζεται 2-3 εβδομάδες πριν την αλλαγή. Για ένα διάστημα, ο βασικός φροντιστής μπορεί να περνάει χρόνο με το παιδί με την παρουσία του νέου φροντιστή, και να παίζουν μαζί για κάποια ώρα. Αν είναι εφικτό, προτείνεται να μείνουν και μαζί για λίγες μέρες.
- Έπειτα, μπορούν να προχωρήσουν στις ‘πρόβες απουσίας’ . Η μητέρα μπορεί να λείπει αρχικά μισή ώρα από το σπίτι ενώ το παιδί είναι με τον φροντιστή που έχει επιλεγεί. Σταδιακά, ο χρόνος που λείπει η μητέρα θα φτάσει να είναι όσο και οι πραγματικές ώρες της απουσίας της. Έτσι, δίνεται χώρος και χρόνος στο παιδί και στο νέο φροντιστή να δεθούν μεταξύ τους.
- Παρόμοια προσέγγιση μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στο παιδικό σταθμό. Φυσικά, είναι σημαντικό οι γονείς να συλλέξουν τις πληροφορίες που χρειάζονται, να επισκεφτούν τους χώρους και να γνωρίσουν τους υπεύθυνους του σταθμού και τους παιδαγωγούς. Όταν οι γονείς νιώσουν ασφαλείς με την επιλογή τους, μπορούν να μιλήσουν στο παιδί για τον παιδικό και για το τι να περιμένει.
- Υποσχέσεις όπως «θα περάσεις φανταστικά εκεί» δεν διευκολύνουν απαραίτητα το μικρό παιδί καθώς ενδέχεται να βρεθεί αντιμέτωπο με ανάμεικτα συναισθήματα που δεν θα επιβεβαιώνουν την υπόσχεση. Οι γονείς μπορούν να του εξηγήσουν ότι θα παίζει, θα γνωρίσει άλλα παιδάκια, θα μαθαίνει νέα πράγματα, θα ζωγραφίζει και θα φτιάχνει κατασκευές. Μπορούν να του μιλήσουν για τη δασκάλα του και να εξηγήσουν ότι θα είναι ένα άτομο που σταδιακά θα εμπιστεύεται και θα νιώθει ασφάλεια κοντά της.
- Οι γονείς μπορούν να επισκεφτούν το χώρο μαζί με το παιδί ώστε να το εισάγουν στο νέο πλαίσιο και να αρχίζει να εξοικειώνεται με τον χώρο και τα πρόσωπα. Την πρώτη μέρα της έναρξης του σχολείου, ο γονιός μπορεί να παραμένει σε διαφορετικό χώρο και να πηγαίνει στο παιδί, αν το ίδιο τον ζητήσει. Αν κλαίει ή φωνάζει τον γονέα, εκείνος μπορεί να ανταποκριθεί ώστε να απαλύνει τη δυσφορία του. Το παιδί μπορεί να παραμένει για λίγη ώρα μόνο του. Σταδιακά θα αυξάνεται και ο χρόνος παραμονής, σε συνεννόηση με τους παιδαγωγούς.
- Το παιδί μπορεί να έχει μαζί το αγαπημένο του αρκουδάκι, κουβερτούλα ή ό,τι άλλο έχει επιλέξει ως μέσο για να ηρεμεί.
Τελετουργικό αποχαιρετισμού
Η διαδικασία του αποχαιρετισμού του παιδιού είναι κρίσιμη για τη διαχείριση του άγχους αποχωρισμού. Πολλοί γονείς επιλέγουν να φεύγουν ‘κρυφά’, όταν το παιδί είναι απασχολημένο, προκειμένου να αποφύγουν να το αναστατώσουν ή να αποφύγουν τη δυσφορία τους ακούγοντας το να κλαίει. Αυτός όμως ο απότομος και απρόβλεπτος αποχωρισμός μπορεί να δημιουργήσει στο παιδί έντονη αγωνία και μόνιμο άγχος, καθώς δεν γνωρίζει πότε ο γονιός θα εξαφανιστεί ξαφνικά.
Είναι πολύ σημαντικό ο γονιός να ακολουθεί πάντα το τελετουργικό του αποχωρισμού ώστε το παιδί να ξέρει τι πρόκειται να γίνει. Οι γονείς πρέπει να αποχαιρετάνε το παιδί φιλώντας και αγκαλιάζοντας το, και να του υπενθυμίζουν που θα πάνε και πότε θα είναι πίσω. Καλό είναι να εξηγούν στο παιδί το πρόγραμμά του, π.χ. θα παίξεις, θα φας, θα κοιμηθείς και μετά θα έρθει η μαμά.
Ακόμα και μικρότερης ηλικίας μωρά χρειάζονται σταθερότητα και ρουτίνα στον αποχωρισμό τους ώστε να προβλέπουν ότι η μαμά θα φύγει. Έτσι, ακόμα κι αν αντιδράσουν έντονα, σύντομα ηρεμούν και εμπλέκονται στην δραστηριότητα με τον φροντιστή τους. Παιχνίδια που δείχνουν ότι κάποιος φεύγει και ξαναγυρνάει, όπως το χαρακτηριστικό ‘κουκουτσά’ βοηθούν τα μωρά στην αίσθηση ότι κάποιος θα επιστρέψει ακόμα κι αν φύγει από το οπτικό τους πεδίο.
Ο γονιός είναι σημαντικό να αποχωρήσει με ηρεμία και σταθερότητα, αφήνοντας το παιδί στο φροντιστή ή τη δασκάλα μετά τον αποχαιρετισμό τους. Επιστρέφοντας, γονιός και παιδί θα έχουν τον χρόνο να συνδεθούν πάλι. Γι’ αυτό και, κατά τη διάρκεια αυτής της μετάβασης, είναι ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη οι γονείς να είναι συναισθηματικά παρόντες με την επιστροφή τους, εξισορροπώντας το χρόνο που είναι χώρια.
Το μικρό παιδί είναι αναμενόμενο να δυσκολευτεί λιγότερο ή περισσότερο σ’ αυτή την απαιτητική μετάβαση. Με ηρεμία οι γονείς μπορούν να σχεδιάσουν την μετάβαση, να δώσουν στο παιδί χώρο να εκφράσει τα συναισθήματα του, και να ακολουθήσουν τον ρυθμό του, παραμένοντας υπομονετικοί και υποστηρικτικοί.
Ψυχολόγος, PhD, MSc