Τα Χριστούγεννα είναι η εποχή που η καρδιά μας γεμίζει αγάπη, ζεστασιά και την επιθυμία να προσφέρουμε. Ως γονείς, εκπαιδευτικοί κα φροντιστές, μπορούμε να μεταδώσουμε στα παιδιά μας ένα από τα πιο πολύτιμα δώρα, την αξία της προσφοράς. Στον σημερινό ...
1 Αυγούστου 2018
Tης Γεωργίας Λαμπριανίδη
Ο μεσημεριανός ύπνος ή έστω μια ώρα ηρεμίας κατά τις τρεις είναι χαμένος χρόνος για τα παιδιά. Τώρα πλέον είμαι σίγουρη.
Θυμάμαι στο πατρικό μου, όταν ήμουν μικρή, να μας βάζει η μάνα μου για ύπνο με το ζόρι κρατώντας μια μεγάλη βελόνα (που στην πραγματικότητα ήταν ένα αθώο βελονάκι για πλέξιμο, αλλά αυτό το κατάλαβα όταν μεγάλωσα). Μας έλεγε να κοιμηθούμε κι όποιος δεν θα το έκανε θα τον τσιμπούσε. Φυσικά και δεν το εννοούσε, άλλωστε δεν χρειαζόταν γιατί από το φόβο μας τελικά κοιμόμασταν όλοι!
Κι αν τότε αυτό μου φαινόταν «βασανιστήριο» τώρα που έγινα μάνα καταλαβαίνω πόσο κουρασμένη έφτανε να είναι στις τρεις το μεσημέρι όταν από το πρωί «υπηρετούσε» τα πέντε παιδιά της.
Και να που το ζω τώρα με τα παιδιά μου. Φτάνει μεσημέρι κι είμαι ήδη κουρασμένη από τη δουλειά, το μαγείρεμα, το καθάρισμα, το παιχνίδι και τη φερριτίνη μου να έχει πέσει στο πέντε, μα τα παιδιά μου είναι απτόητα κι ο ύπνος για αυτά είναι ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας.
Θυμάμαι ακόμα όταν ήμουν παιδί, το κλειδί να είναι πάντα στην πόρτα, από την έξω μεριά. Τα παράθυρα τα καλοκαίρια να είναι πάντα ανοιχτά, μέρα νύχτα και τα σαββατόβραδα να βλέπουμε όλοι μαζί «Μπράβο, Ρούλα». Τις πολύ ζεστές νύχτες κοιμόμασταν στο μπαλκόνι στρώνοντας ένα ελαφρύ παπλωματάκι κάτω στα μάρμαρα και θυμώναμε που μας ξυπνούσε το φως του ήλιου από το χάραμα. Θυμάμαι να ρίχνουμε νερό με το λάστιχο στο μάρμαρο και να τσουλάμε πάνω του με τα γόνατα με όλη μας τη φόρα.
Πέντε παιδιά, τα τρία από αυτά με ένα χρόνο διαφοράς, παίζαμε ανέμελα και χωρίς ίχνος φόβου στην απέναντι γειτονιά και στο οικόπεδο που βρισκόταν μπροστά στο σπίτι μας. Φτιάχναμε μαγαζάκια, το αγαπημένο μας ήταν το περίπτερο και το μανάβικο, πουλώντας άχρηστα αντικείμενα που δεν ήθελε πλέον η μαμά μας και ζαρζαβατικά από τον κήπο που βάζαμε σε κόλλες χαρτί και ζυγίζαμε στην υποτιθέμενη ζυγαριά. Δεν είχαμε ποτέ κανένα παιχνίδι, κανένα αμαξάκι, καμιά κούκλα κι όμως δεν μας έλειπε τίποτα. Μια δυο φορές ο πατέρας μου μας πήγε στο εργοστάσιο της playmobil που τότε βρισκόταν κοντά στο σπίτι μας για να χαζέψουμε τις παραστάσεις που έστηναν μέσα στις γυάλινες κινούμενες βιτρίνες και, ενώ δεν αγοράσαμε ποτέ, ήμασταν τόσο χαρούμενοι!
Τώρα τα παιδιά μας είναι κλεισμένα σε μικρά διαμερίσματα και βλέπω παιδικές φατσούλες στα κάγκελα των μπαλκονιών σαν φυλακισμένα να κοιτούν τον έξω κόσμο. Με την αυξημένη εγκληματικότητα φοβόμαστε να τα αφήσουμε μόνα τους έξω να παίξουν μα και μαζί τους δεν μπορούμε να πηγαίνουμε συνεχώς, δεν έχουμε χρόνο, η δουλειά και οι υποχρεώσεις μας τρώνε όλη την μέρα. Το άγχος μας τρώει τα σωθικά και πλέον έχουμε γίνει το σοφεράκι τους για το σχολείο, τα αγγλικά, το άθλημα ή το μουσικό όργανο που έχουν επιλέξει. Τα παιδιά μας βρίσκονται κυρίως κλεισμένα μέσα σε ένα χώρο και πολλές ώρες την ημέρα μέσα σε ένα αμάξι. Τα φορτώνουμε με δραστηριότητες γιατί έτσι πρέπει, πώς να μην γεμίσουν γνώσεις όλων των ειδών;
Μικροσκοπικά δωμάτια που είναι γεμάτα παιχνίδια μα τα παιδιά βαριούνται. Η φράση «βαριέμαι, δεν έχω τι να παίξω» ακούγεται τόσο συχνά στις μέρες μας. Η φαντασία μειώθηκε και οι οθόνες κυριαρχούν. Τα ποδήλατα μένουν κυρίως κλειδωμένα στις αποθήκες και οι φίλοι όταν συναντιούνται σπάνια θα παίξουν κάτι ομαδικό. Το ποδόσφαιρο στις γειτονιές εξαφανίστηκε και τα γηπεδάκια επί πληρωμή γέμισαν. Τα καλοκαιρινά camps δεν προλαβαίνουν να δέχονται αιτήσεις και το σκαρφάλωμα στα δέντρα είναι πλέον μια γλυκιά ανάμνηση.
Η μόνη πραγματική απόδραση νόμιζα πως ήταν η κατασκήνωση μα κι αυτή, για εμάς τουλάχιστον, στέφθηκε με απόλυτη αποτυχία καθώς ο γιος μου ο Παύλος από το πρώτο εικοσιτετράωρο ήθελε να γυρίσει σπίτι. Ο απολογισμός της λοιπόν ήταν 3 μέρες, 13 τηλεφωνήματα και 2 τηλεκάρτες. Κάθε φορά που μας έπαιρνε, μας έλεγε πόσο βαρετά είναι εκεί και πως δεν αντέχει το δίωρο σιωπητήριο του μεσημεριού.