Η σημασία του πρώτου έτους στη ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού

Η σημασία του πρώτου έτους στη ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο :

Μέσος Όρος Βαθμολογίας: 5 / 5. Προσμέτρηση ψήφων: 2

Το πρώτο έτος της ζωής του παιδιού είναι μία ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδος, όπου λαμβάνει χώρα μία ραγδαία σωματική, νοητική, κινητική και αισθητηριακή ανάπτυξη. Το ίδιο ουσιαστική είναι και η ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του βρέφους, με ιδιαίτερα ορόσημα κατά το πρώτο έτος. Οι πρώιμες εμπειρίες στη ζωή του βρέφους, με ουσιαστικότερη τη σχέση που αναπτύσσει με τα πρόσωπα που το φροντίζουν, αποτελεί διαπλαστικό παράγοντα της μελλοντικής του ψυχο-συναισθηματικής ανάπτυξης.

Η ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του βρέφους

Η συναισθηματική ανάπτυξη του ατόμου συνεπάγεται την αναγνώριση και την κατανόηση τόσο των συναισθημάτων του όσο και των άλλων, τη διαχείριση έντονων συναισθήματα, και τη δημιουργία σχέσεων. Η πρώιμη συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού βάζει τις βάσεις για την κατανόηση, την έκφραση και την επικοινωνία των συναισθημάτων του και τις μετέπειτα κοινωνικές του δεξιότητες. Φυσικά, όπως και με τα υπόλοιπα ορόσημα, η συναισθηματική ανάπτυξη του βρέφους μπορεί να ακολουθήσει διαφορετικό ρυθμό για κάθε παιδί.

Όταν γεννιέται, το βρέφος χρησιμοποιεί το κλάμα, για να εκφράσει πώς αισθάνεται. Περίπου στους 2 μήνες εμφανίζεται το κοινωνικό χαμόγελο (το χαμόγελο που απευθύνεται σε κάποιον). Γύρω στους 4 μήνες, το βρέφος έχει, συνήθως, αναπτύξει κάποια μέσα έκφρασης, όπως το γέλιο, τις κινήσεις με τα χέρια του κλπ. για να προσελκύσει τον φροντιστή του. Ένα μωρό 6 - 7 μηνών μπορεί να εκφράσει συναισθήματα όπως έκπληξη, θυμό, φόβο. Κατανοεί, επίσης, ότι μπορεί να εκφράσει τη δυσφορία του, κλαίγοντας με έναν συγκεκριμένο τρόπο και να ζητήσει, έτσι, να ανακουφιστεί.

Σταδιακά, τα βρέφη κατακτούν τη δυνατότητα να εκφράζουν κατάλληλα τη χαρά, το φόβο ή το θυμό τους. Μαθαίνουν αυτές τις δεξιότητες μέσω των απαντήσεων των φροντιστών τους και της ανατροφοδότησης  που εκείνοι τους δίνουν.Συγκεκριμένα, το βρέφος εκφράζει στη μητέρα του πως αισθάνεται κι εκείνη του προσφέρει ένα καθρέφτισμα, δηλαδή του ονοματίζει το συναίσθημά του και προσπαθεί να το συνδέσει με μία αιτία. Έπειτα, του προσφέρει τρόπους ανακούφισης: το κρατάει, το αγκαλιάζει, το ηρεμεί, του καλύπτει τις βιολογικές του ανάγκες, ανάλογα με το τι ανακαλύπτει ότι το βρέφος της χρειάζεται την εκάστοτε φορά. Η μητέρα προσπαθεί να καταλάβει το παιδί της, να αποκωδικοποιήσει τα μηνύματά του, προτού το ίδιο να είναι σε θέση να κατανοήσει τι αισθάνεται.

Το βρέφος παρατηρεί, επίσης, τους φροντιστές του και αρχίζει να κατανοεί πώς εκείνοι εκφράζουν τα δικά τους συναισθήματα. Αρχίζει να αντιλαμβάνεται τις διαφορές στα συναισθήματα της μητέρα του: στο πρόσωπο της, στον τόνο της φωνής της, στον τρόπο που το κρατάει και που το φροντίζει. Σταδιακά, χτίζει την κατανόησή του με βάση τις προηγούμενες εμπειρίες του και διαμορφώνει προσδοκίες.

Στο δεύτερο εξάμηνο του πρώτου έτους, το βρέφος εκφράζεται πιο κατάλληλα και κατανοεί περισσότερο τα συναισθήματα των φροντιστών του. Ακόμη, αρχίζει να χρησιμοποιεί τρόπους να ηρεμεί μόνο του, όπως το πιπίλισμα του αντίχειρά του.

Επίσης, γύρω στους 8 μήνες, το βρέφος που φροντίζεται από μια ‘επαρκώς καλή μητέρα’, αρχίζει να χτίζει έναν ασφαλή δεσμό μαζί της. Στη φάση αυτή, το μωρό εμφανίζει άγχος αποχωρισμού από τη μητέρα αλλά και φόβο απέναντι στους ξένους. Μέχρι τότε, το παιδί, ήταν σε μια ‘συμβιωτική’ σχέση με τη μητέρα, αισθανόμενο ότι είναι ένα μαζί της. Καθώς η γνωστική του ανάπτυξη του επιτρέπει πλέον να αντιλαμβάνεται ότι η μητέρα του είναι μια ξεχωριστή οντότητα, η αίσθηση ότι μπορεί να τη χάσει, του δημιουργεί αφόρητη αγωνία. Η μητέρα είναι σημαντικό να ανακουφίζει και να προσφέρει όσο περισσότερο μπορεί την παρουσία της, την παρηγοριά της και την αγκαλιά της στο βρέφος που αισθάνεται έτσι.

Η ψυχική οργάνωση του βρέφους επιτυγχάνεται μέσα από τη σχέση αυτή με τη μητέρα/φροντιστή. Μία ασφαλής και ζεστή συναισθηματική σχέση μητέρας – βρέφους θα δημιουργήσει στο παιδί την αίσθηση άνεσης, ασφάλειας και εμπιστοσύνης. Αυτές οι πρώιμες σχέσεις καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα του παιδιού να δημιουργεί σχέσεις, να εκφράζει και να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του. Μέσα από την ικανοποίηση των αναγκών του στο πλαίσιο μιας ζεστής και στοργικής σχέσης, το βρέφος χτίζει σταδιακά την αίσθηση ότι μπορεί να επικοινωνήσει τις ανάγκες του, ότι οι ανάγκες και οι επιθυμίες του είναι σημαντικές και ότι μπορεί να εμπιστευτεί ότι ο άλλος θα το κατανοήσει και θα του απαντήσει, ανακουφίζοντάς το.

Μετά τα πρώτα του γενέθλια, το παιδί αναπτύσσει σταδιακά την εκφραστική επικοινωνία, μέσα από την ανάπτυξη της ομιλίας.  Ως νήπιο θα μπορεί πια να ονοματίζει τα συναισθήματά του, μπαίνοντας σε μια επόμενη φάση της συναισθηματικής του ανάπτυξης.

Οι συναισθηματικές ανάγκες κατά το πρώτο έτος

Το βρέφος είναι ευάλωτο και βιώνει άγχη και ανησυχίες. Γεννιέται όμως προικισμένο με αντανακλαστικές αντιδράσεις (γέλιο, κλάμα) που θα ελκύσουν τη μητέρα, του ώστε να χτιστεί ο δεσμός μεταξύ τους.

Την πρώτη αυτή περίοδο, το βρέφος έχει απόλυτη ανάγκη από μια άμεση, σταθερή και συναισθηματικά συντονισμένη ανταπόκριση τη μητέρας, η οποία θα ενισχύσει την αίσθηση παντοδυναμίας του. Έτσι, το βρέφος αισθάνεται πως οι ανάγκες του καλύπτονται σχεδόν μαγικά.

Αυτή η ευαίσθητη ανταπόκριση της μητέρας το διευκολύνει να αντέξει τα πρώιμα άγχη του. Η μητέρα προσφέρει στο βρέφος το πρώτο στήριγμα, τόσο σε σωματικό όσο και σε ψυχικό επίπεδο. Με την ικανοποίηση των αναγκών του το βρέφος αισθάνεται ασφάλεια. Έτσι, αρχίζει να χτίζει ένα αίσθημα εμπιστοσύνης προς τη μητέρα, τον εαυτό του και σταδιακά προς τους άλλους ανθρώπους.

Όταν η μητέρα αντέχει τη δυσφορία του, το βρέφος αισθάνεται ότι το αγαπάνε άνευ όρων. Ένα βρέφος που αισθάνεται αυτή την αγάπη, θα μεγαλώσει επιθυμώντας να προσφέρει κι εκείνο στους άλλους κάτι από την αγάπη που έλαβε. Ησχέση με τη μητέρα/ φροντιστή εσωτερικεύεται από το παιδί ως πρότυπο που επηρεάζει τόσο την εικόνα εαυτού του (‘είμαι άξιο αγάπης’) όσο και τον τρόπο που θα σχετίζεται με τους άλλους  ανθρώπους (Bowlby, 1973).

Η δεκτικότητα της μητέρας στα μηνύματα που της στέλνει το βρέφος είναι μια θεμελιώδης μητρική λειτουργία. Η μητέρα δέχεται, συγκρατεί, ‘εμπεριέχει’ τα συναισθήματα και τις αισθήσεις του μωρού της. ‘Μεσολαβεί’ ανάμεσα στο βρέφος και στο χείμαρρο των εξωτερικών ερεθισμάτων που εκείνο δέχεται. Το βρέφος κατακλύζεται από μη κατανοήσιμα ερεθίσματα, αλλά και από ανησυχίες και πρώιμα άγχη. Είναι ο ρόλος της μητέρας να δώσει νόημα σε ό,τι το μωρό της βιώνει. Να το κάνει πιο ‘κατανόησιμο’ και εύπεπτο. Η μητέρα ‘μεταβολίζει’ αυτό που αισθάνεται το βρέφος ως αγχογόνο, άγνωστο, μη κατανοητό σε μια πιο εύπεπτη και νοηματοδοτημένη ψυχική κατάσταση (Bion 1962).

Όταν η μητέρα δέχεται τη δυσφορία του μωρού της, την αντέχει και του επιστρέφει πίσω τη φροντίδα της που το ανακουφίζει, και τα λόγια της που το βοηθούν να κατανοεί, τότε η δυσφορία γίνεται πιο ανεκτή για το βρέφος. Η μητέρα είναι εκεί για να το καθησυχάσει, έως ότου το παιδί μπορέσει σταδιακά να διαχειριστεί την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Μέσα από την ανακουφιστική αυτή στάση της μητέρας χτίζονται οι βάσεις, ώστε αργότερα να μπορέσει το παιδί να μάθει να ανακουφίζεται και να ηρεμεί τον εαυτό του.

Αντίθετα, όταν οι ανάγκες του ματαιώνονται επανειλημμένα, το βρέφος βιώνει αφόρητο άγχος και αγωνία, με σημαντικές επιπτώσεις στην ψυχοσυναισθηματική του ανάπτυξη.

Αξίζει όμως να σημειωθεί πως είναι εντάξει για το βρέφος να βιώσει σε κάποιες στιγμές τη ματαίωση των επιθυμιών του. Αυτή η ματαίωση σε μικρές δόσεις δεν δυσχεραίνει την ανάπτυξή του, καθώς το βρέφος έχει χτίσει με τον καιρό τη σιγουριά ότι η μητέρα του θα επιστρέψει σε εκείνο. Μάλιστα, αν υπάρχει μία κατά βάση σταθερή και ευαίσθητη παρουσία της μητέρας, η ανάπτυξη του βρέφους ευνοείται μέσα από αυτές τις στιγμές της αναμενόμενης απουσία της. Το παιδί εσωτερικεύει σταδιακά τη μητρική παρουσία, καταφεύγοντας στην αίσθηση της καθησυχαστικής και στοργικής στάσης της, ακόμα και κατά την απουσία της μητέρας.

Έτσι, το βρέφος που έχει ‘χορτάσει’ μέσα από την ικανοποίηση των επιθυμιών του,  μαθαίνει σταδιακά να αντέχει και να διαχειρίζεται την αναπόφευκτη, και σε λογικά πλαίσια, ματαίωση των επιθυμιών του. Όταν η μητέρα δεν είναι διαθέσιμη, τη στιγμή που το μωρό τη χρειάζεται, προσπαθεί σταδιακά να βρει το ίδιο τρόπους να ανακουφιστεί. Η σκέψη πως η μητέρα θα επιστρέψει καθησυχάζει το παιδί και του επιτρέπει να αναπτύξει τους δικούς του τρόπους να ηρεμεί.

Η Φανή Χονδρού είναι Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια, αριστούχος απόφοιτη του Παντείου Πανεπιστημίου και Διδάκτωρ του τμήματος Ψυχαναλυτικών σπουδών του Πανεπιστημίου του Essex στη Μεγάλη Βρετανία. Είναι Ψυχοθεραπεύτρια Γνωσιακής κατεύθυνσης (Α’ Ψυχιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών, “Αιγινήτειο” Νοσοκομείο), ενώ έχει λάβει ειδική εκπαίδευση στην ψυχολογική υποστήριξη παιδιών και οικογενειών στο πένθος και στην Τραυματοθεραπεία με τη μέθοδο EMDR.