Το ψέμα στη ζωή του παιδιού

Το ψέμα στη ζωή του παιδιού

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο :

Μέσος Όρος Βαθμολογίας: 0 / 5. Προσμέτρηση ψήφων: 0

Τα μικρά παιδιά ψεύδονται με ευκολία, αλλά διαφορετικά από τους ενηλίκους. Η δόμηση του ψέματος γίνεται αυθόρμητα και αρχίζει λίγο μετά την έναρξη του λόγου. Το παιδί, μόλις διαπιστώσει τον παιγνιώδη και χρησιμοθηρικό χαρακτήρα του ψέματος, δεν έχει οποιαδήποτε αναστολή ή λόγους να το εγκαταλείψει. Το ψέμα επιτρέπει στο παιδί να μετακυλίει τη δική του εσωτερική αίσθηση της πραγματικότητας πέρα από τα όρια που του έχουν επιβάλει οι ενήλικοι. Μεγαλώνοντας, ανακαλύπτει σιγά-σιγά ότι ο λόγος του μπορεί να γίνει απατηλός και το ψέμα να αποτελέσει στοιχείο αυξημένων δυνατοτήτων ή να χρησιμοποιηθεί ως όπλο, είτε αμυντικό, είτε επιθετικό. Ειδικότερα, το ψέμα δομείται προοδευτικά σ’ όλη τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας. Μια κρίσιμη περίοδος αναδύεται γύρω στα 4 χρόνια, όταν το παιδί ανακαλύπτει ότι μπορεί να μην τα λέει όλα, όπως και να περιγράφει πράγματα που ποτέ δεν υπήρξαν, δημιουργήματα αποκλειστικώς της φαντασίας του. Πριν από την κρίσιμη αυτή περίοδο, δεν έχει σαφή συνείδηση του ψέματος. Δεν είναι ακόμη σε θέση να διακρίνει το αληθινό από το ψεύτικο, ούτε το φανταστικό από το πραγματικό. Ούτε ακόμη ότι μια λέξη μπορεί να έχει περισσότερες από μία έννοιες. Επίσης έχει την εντύπωση ότι ο «άλλος» γνωρίζει όλες τις σκέψεις του και ότι οι δικές του σκέψεις και ο λόγος του είναι στη συνείδησή του ταυτόσημα με του «άλλου». Είναι, λοιπόν, προφανές ότι στο παιδικό μυαλό τα όρια ανάμεσα στο αληθινό και το φανταστικό είναι δυσδιάκριτα. Όπως μιλάει μόνο του και διηγείται στον εαυτό του ή σε φανταστικό φίλο ιστορίες που εκείνη τη στιγμή αυτοσχεδιάζει, με την ίδια ευκολία λέει κι ανακρίβειες, δηλαδή ψέματα, είτε απαντώντας σ’ ερωτήσεις μας, είτε αυθόρμητα. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εμείς οι μεγάλοι με τις διηγήσεις μας για τον Αϊ-Βασίλη με τα δώρα, τον πελαργό που φέρνει τα παιδιά, τους καλικάντζαρους, τα παραμύθια μας και τόσα άλλα, ενισχύουμε στη σκέψη και την ψυχή του παιδιού τη συμβατικότητα ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα. Στη φάση αυτή της ζωής του το παιδί λέει τα πάντα στη μητέρα του. Λίγο όμως αργότερα, παράλληλα προς την πνευματική του ωρίμανση και τη γνωστική του ισχυροποίηση, ανακαλύπτει ότι έχει δική του ατομική ζωή με ξεχωριστό εσωτερικό περιεχόμενο που δεν συμπίπτει με των άλλων, ακόμη και των πιο στενά συνδεδεμένων μαζί του. Παύει πλέον να τα λέει όλα στη μητέρα του. Συνειδητοποιεί ότι ο καθένας έχει την ιδιαίτερη, προσωπική του, εσωτερική ζωή. Πάντως εξακολουθεί να αγνοεί το σκόπιμο ψέμα. Λέει ψέματα χωρίς πρόθεση, τα αναγνωρίζει όμως στη συνέχεια από τις συνέπειες που έχουν, όπως αυτές εκδηλώνονται με την αρνητική συμπεριφορά των ενηλίκων του περιβάλλοντός του. Μπερδεύει την έννοια του λάθους με το ψέμα, που τα προσλαμβάνει ως κράμα. Έχοντας ακόμη λαθεμένη αίσθηση για το ψέμα, το απωθεί και το θεωρεί με ευκολία ανύπαρκτο. Η πεποίθηση του παιδιού για το «ανύπαρκτο» ή έστω ηθικά αθώο ψέμα το οπλίζει να αραδιάζει με μεγάλη ευκολία ψεματάκια, που υποσυνείδητα κατατείνουν προς ωφέλιμες σκοπιμότητες:
  • Να κρατήσει μόνο για τον εαυτό του τον ατομικό του εσωτερικό κόσμο, να οικοδομήσει την ατομικότητά του.
  • Να αυτοεπιβεβαιωθεί μέσα από την αντίθεση και τη διαφορετικότητα που μεγεθύνονται και οξύνονται από την ιδιαίτερα συχνή χρήση τού «όχι» από τους μεγάλους. Είναι συνηθισμένη κατάσταση να εναντιώνεται το παιδί στις υποδείξεις -ακόμη και παρακλήσεις- των γονιών του να λέει την αλήθεια, να μη λέει ψέματα. Τα πολλά «όχι» στη ζωή του παιδιού και η καταπιεστική συμπεριφορά σημαίνουν γι’ αυτό ήττα στον αγώνα του για ιδιοπροσωπία, για προσωπική του ανεξαρτησία.
  • Υπάρχει, φυσικά, και η αντίθετη κατάσταση. Το παιδί ψεύδεται για να υπηρετήσει τη γονεϊκή εξιδανίκευση που το περιβάλλει. Για να ικανοποιήσει τον ναρκισσισμό του, έχει ανάγκη να θαυμάζεται από τους γονείς του. Και στην πιο καλή περίπτωση σκέφτεται πως έχει υποχρέωση να ανταποκρίνεται στις επιθυμίες και τις προσδοκίες τους ακόμη και με ψεματάκια.
Γύρω στα 7 χρόνια όμως, ξυπνάει η ηθική συνείδηση που παιδιού, που φυσικά προϋπήρχε σε εμβρυϊκή κατάσταση. Ακόμη όμως το παιδί διατηρεί υπολείμματα της φανταστικής του σκέψης που αναμειγνύονται με τον προοδευτικά αυξανόμενο γνωστικό του κόσμο και συντηρούν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό την τάση για ονειροπόληση και σκέψεις μεγαλείου. Όσο όμως μεγαλώνει, τόσο καλύτερα σκηνοθετεί την ψεύτικη ιστορία και δε διστάζει, ιδιαίτερα όταν ξέρει ότι θα τιμωρηθεί, να φορτώσει την ενοχή του σε κάποιον άλλο. Έχει ξεπεράσει πια τη σύγχυση ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, κι έχει σαφή αντίληψη ότι το ψέμα είναι έξω από τον κώδικα της ηθικής, που μέρα με τη μέρα έχει δομηθεί μέσα του. Για τους περισσότερους γονείς είναι ιδιαίτερα εκνευριστική η απίστευτη επιμονή του παιδιού να ισχυρίζεται ότι είναι αθώο, όταν το ψέμα του είναι προφανές κι αυταπόδεικτο. Έχει «πιαστεί στα πράσα», κι όμως ψεύδεται κι επίμονα αρνείται αυτό που μόλις έχει διαπράξει. Πρέπει να καταλάβουμε ότι το αίσθημα της αυτοπροστασίας, που εκφράζεται με την προσπάθεια ν’ αποφύγει την τιμωρία, είναι πολύ ισχυρό στο παιδί, ισχυρότερο από τη λογική του, ισχυρότερο κι από το σεβασμό που γνήσια έχει για τη μάνα και τον πατέρα του. Ψέματα λένε και μεταξύ τους τα παιδιά. Πότε για να κάνουν τους σπουδαίους, άλλοτε για να πειράξουν, για «να κάνουν πλάκα», αλλά και για χίλιους ακόμη λόγους. Το ψέμα είναι το… αλατοπίπερο της παιδικής ζωής.  Το ψέμα κατέχει ισχυρή θέση στην πορεία ωρίμανσης του παιδιού. Οι ενήλικοι πρέπει να αποδεχθούν την αλήθεια αυτή και να αντιμετωπίσουν τα ψέματα των παιδιών με ωριμότητα, ψυχραιμία και τη βεβαιότητα ότι η τιμωρία δε βοηθάει το παιδί να οικοδομήσει τίμιο χαρακτήρα. Συχνά οδηγεί στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα.