Η παιδική φιλία και οι σχέσεις με συνομηλίκους παίζουν έναν καθοριστικό ρόλο στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών. Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν, οι αλληλεπιδράσεις με τους συνομηλίκους, τα βοηθούν να αποκτήσουν σημαντικές δεξιότητες κοινωνικής συμπε ...
22 Ιουνίου 2022
Πολλοί άνθρωποι αποφασίζουν να συναντήσουν την επιθυμία τους να γίνουν γονείς, προχωρώντας στην υιοθεσία παιδιού. Μία από τις σημαντικές αποφάσεις που απασχολούν τους γονείς αυτούς είναι το πότε και πώς θα μιλήσουν στο παιδί σχετικά με την υιοθεσία.
Ποια είναι η κατάλληλη ηλικία, για να μιλήσουν στο παιδί;
Οι ειδικοί συμφωνούν ότι η συζήτηση αυτή πρέπει να ξεκινάει όσο πιο νωρίς γίνεται. Ήδη από την αρχή, ο γονιός μπορεί να μιλάει ανοιχτά στο μωρό και μικρό παιδί για την ιστορία της δημιουργίας της οικογένειάς τους, ακόμα και πριν το παιδί να είναι σε θέση να κατανοήσει πλήρως την έννοια της υιοθεσίας. Αυτό μπορεί να γίνει με απλά λόγια, δίνοντας κάποιες βασικές πληροφορίες και μεταδίδοντας τον ενθουσιασμό και την ευτυχία που η πράξη της υιοθεσίας έφερε στην οικογένειά τους. Καθώς το παιδί μεγαλώνει, θα έχει ερωτήσεις γύρω από την καταγωγή του και το γεγονός της υιοθεσίας. Οι γονείς μπορούν να δίνουν περισσότερες και πιο σύνθετες πληροφορίες, με τρόπο κατάλληλο για την ηλικία του παιδιού.
Έρευνες δείχνουν ότι όταν το άτομο που έχει υιοθετηθεί μαθαίνει σε μεγάλη ηλικία για την υιοθεσία του, μπορεί να νιώσει θυμό και προδοσία για τους γονείς που κράτησαν ένα τέτοιο μυστικό. Μία καθυστερημένη ‘αποκάλυψη’ της υιοθεσίας μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχοσυναισθηματική υγεία του παιδιού. Η απόκρυψη αυτή δίνει στο παιδί το μήνυμα ότι «εξαπατήθηκε» ή δεν γνώριζε σημαντικά κομμάτια της ζωής του, κάτι ιδιαίτερα αποσταθεροποιητικό για τη συγκρότηση της ταυτότητάς του. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αγχώδη και καταθλιπτικά συμπτώματα και χαμηλή αυτοπεποίθηση για το παιδί και μετέπειτα ενήλικα.
Όταν οι γονείς έχουν μιλήσει ανοιχτά στο παιδί για την υιοθεσία του από την αρχή της ζωής του και εμπλουτίζουν την κατανόησή του καθώς μεγαλώνει, τότε το παιδί δεν θα νιώσει ‘αποσταθεροποιημένο’ από τις επιπρόσθετες πληροφορίες. Η ανοιχτή επικοινωνία θα ενισχύσει την αυτοεκτίμηση του παιδιού, ευνοώντας μια θετική αίσθηση ταυτότητας και την εμπιστοσύνη προς τους γονείς.
Εξοικείωση του παιδιού με την έννοια
Κατά τη βρεφική και νηπιακή ηλικία, οι γονείς μπορούν να διαβάζουν στο παιδί παραμύθια σχετικά με την υιοθεσία. Μπορούν να χρησιμοποιούν λεξιλόγιο σχετικό με την υιοθεσία, ώστε το λεξιλόγιο αυτό να είναι γνώριμο. Έτσι, η συζήτηση για τη δική του υιοθεσία έρχεται φυσικά. Το να συζητάνε το θέμα αυτό στην καθημερινότητάς τους θα βοηθήσει το παιδί να δημιουργήσει μία θετική εικόνα γύρω από την υιοθεσία. Οι γονείς μπορούν επίσης να μιλάνε και να διαβάζουν στο παιδί σχετικά με τις διάφορες μορφές οικογένειας που υπάρχουν.
Ακόμα κι αν οι γονείς προβληματίζονται για το τι πραγματικά κατανοεί ένα μωρό ή νήπιο ως προς τους όρους αυτούς, η ηλικία αυτή είναι η κατάλληλη περίοδος, για να «φυσιολογικοποιήσουν» την υιοθεσία στην σκέψη του παιδιού, αλλά και να «εξοικειωθούν» και οι ίδιοι με τέτοιες συζητήσεις. Οι γονείς βοηθάνε έτσι το μικρό παιδί να δημιουργήσει σταδιακά μια συνεκτική ιστορία της ζωής του και να συγκροτήσει την ταυτότητά του, με την υιοθεσία ως αναπόσπαστο κομμάτι της κατανόησης του εαυτού του.
Πώς το ανακοινώνουμε;
Στην ουσία, καθώς η εξοικείωση του παιδιού έχει ξεκινήσει από την αρχή του ερχομού του στην οικογένεια, το παιδί ήδη ξέρει ότι έχει υιοθετηθεί και νιώθει ασφάλεια που οι γονείς του δεν του κράτησαν «μυστικό» ένα τόσο σημαντικό δεδομένο για τη ζωή του.
Καθώς μεγαλώνει και αρχίζει να είναι περίεργο για το πως γεννιούνται τα μωρά, θα έχει ερωτήσεις και για το πώς εκείνο γεννήθηκε. Στην προσχολική ηλικία, κάθε παιδί, στο δικό του ρυθμό, θα αρχίσει να συνειδητοποιεί πραγματικά τις πληροφορίες που του έχουν ήδη δοθεί για την υιοθεσία του και να κατανοεί την πολυπλοκότητα του θέματος.
Οι γονείς είναι καλό να μιλήσουν με απλά και συγκεκριμένα λόγια, και όσο πιο θετικά μπορούν. Μπορούν να μιλήσουν για τους «βιολογικούς γονείς» που γέννησαν το μωρό και τους «θετούς γονείς» που θέλησαν πολύ και αποφάσισαν να υιοθετήσουν το παιδί. Μπορούν να τονίσουν πόσο πολύ επιθυμούσαν να έρθει κοντά τους και πόσο χαρούμενοι είναι που τον/την έχουν στην οικογένειά τους!
Καθώς το παιδί αποκτά αυτήν την κατανόηση, μπορεί να αρχίσει να ρωτάει σχετικά με τους βιολογικούς του γονείς και την επιλογή της υιοθεσίας από εκείνους. Αυτό μπορεί να φέρει δύσκολα συναισθήματα, όπως θλίψη και αίσθηση απόρριψης και εγκατάλειψης.
Σχετικά με τους βιολογικούς γονείς, είναι σημαντικό να αποφεύγονται φράσεις, όπως «έδωσαν» ή «άφησαν» το παιδί και να χρησιμοποιούνται φράσεις όπως «πήραν την απόφαση της υιοθεσίας». Ανάλογα με τις πληροφορίες που έχουν, οι θετοί γονείς μπορούν να μιλήσουν για την απόφαση της υιοθεσίας ως μια πράξη αγάπης και από τους βιολογικούς γονείς ή τη βιολογική μητέρα. Το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται είναι πολύ σημαντικό ώστε το παιδί, όσο γίνεται, να μη νιώσει ανεπιθύμητο.
Αν οι πληροφορίες γύρω από τους βιολογικούς γονείς είναι σκληρές για το παιδί, οι γονείς μπορούν να απαντήσουν στη δύσκολη ερώτηση «γιατί η βιολογική μαμά μου δεν με κράτησε;» λέγοντας ότι «δεν ήταν έτοιμη να γίνει γονιός σε οποιοδήποτε μωρό» (δίνοντας στο παιδί το μήνυμα ότι δεν ευθύνεται το ίδιο για την επιλογή της αυτή) ή ότι «δεν γνωρίζουν ακριβώς, αλλά σκέφτονται ότι μάλλον η βιολογική του μαμά δεν θα μπορούσε να αναλάβει καλά τις ευθύνες του ρόλου της μητέρας και δεν θα είχε τα απαραίτητα, για να φροντίσει καλά το μωρό».
Παράλληλα, είναι σημαντικό οι γονείς να επιβεβαιώνουν στο παιδί ότι η δική τους αγάπη είναι και θα είναι δεδομένη και δεν μειώνεται σε τίποτα από το γεγονός ότι δεν είναι βιολογικά οι γονείς του. Μπορούν ακόμη να τονίζουν στο παιδί πόσο τυχεροί νιώθουν που ανήκει στην οικογένειά τους.
Στηρίζοντας το παιδί
Οι γονείς πρέπει να επιτρέψουν στο παιδί να εκφράσει το θυμό του ή άλλα δύσκολα συναισθήματα που συχνά εμφανίζονται. Μπορούν να επικυρώσουν τον πόνο που μπορεί να νιώθει και να τον απαλύνουν μέσα από τη δικιά τους σταθερή και ζεστή παρουσία, αγάπη και φροντίδα.
Το υιοθετημένο παιδί μπορεί να νιώσει θλίψη καθώς «συνειδητοποιεί» την απώλεια των βιολογικών του γονιών. Όταν όμως αισθάνεται ασφαλές και αγαπητό στην οικογένεια του, όταν ο δεσμός με την τωρινή του οικογένεια έχει γερές βάσεις και η επικοινωνία τους είναι ανοιχτή και ειλικρινής, θα έχει καλύτερα εφόδια για να «αντέξει» και να επεξεργαστεί τα δύσκολα αυτά συναισθήματα.
Καθώς το παιδί και ο έφηβος μεγαλώνουν, μπορεί να ζητήσουν απαντήσεις για νέες, δύσκολες ερωτήσεις. Σταδιακά, οι γονείς μπορούν να επεξεργαστούν με το παιδί τα δύσκολα συναισθήματά του, αλλά και τυχόν πληροφορίες σχετικά με εγκατάλειψη και παραμέληση, προσπαθώντας πάντα να μην κατηγορούν τους βιολογικούς γονείς, αλλά να είναι όσο πιο ειλικρινείς μπορούν.
Η ζεστή αποδοχή από την οικογένεια τους, η ασφάλεια και η σταθερότητα θα δράσει επανορθωτικά απέναντι σε τυχόν δύσκολες πρώιμες εμπειρίες στη ζωή του παιδιού. Στις περιπτώσεις που το παιδί δυσκολεύεται να χωρέσει στην ιστορία του εμπειρίες ή συναισθήματα εγκατάλειψης ή παρουσιάζει δυσκολίες σχετικά με την αίσθηση του εαυτού και την αυτοεκτίμησή του, η υποστήριξη από ειδικό ψυχικής υγείας θεωρείται ωφέλιμη για το παιδί και την οικογένεια.
Η Φανή Χονδρού είναι Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια, αριστούχος απόφοιτη του Παντείου Πανεπιστημίου και Διδάκτωρ του τμήματος Ψυχαναλυτικών σπουδών του Πανεπιστημίου του Essex στη Μεγάλη Βρετανία. Είναι Ψυχοθεραπεύτρια Γνωσιακής κατεύθυνσης (Α’ Ψυχιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών, “Αιγινήτειο” Νοσοκομείο), ενώ έχει λάβει ειδική εκπαίδευση στην ψυχολογική υποστήριξη παιδιών και οικογενειών στο πένθος και στην Τραυματοθεραπεία με τη μέθοδο EMDR.