Μονογονεϊκή Οικογένεια: Διακοπές & Ψυχολογία

Μονογονεϊκή Οικογένεια: Διακοπές & Ψυχολογία

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο :

Μέσος Όρος Βαθμολογίας: 0 / 5. Προσμέτρηση ψήφων: 0

Τις τελευταίες δεκαετίες παρουσιάζονται αλλαγές στη δομή και λειτουργεία της οικογένειας. Μία από τις ολοένα και πιο κοινές μορφές οικογένειας είναι η μονογονεϊκή οικογένεια.

Πώς ορίζεται η μονογονεϊκή οικογένεια; 

Η μονογονεϊκή οικογένεια αποτελείται από τον έναν γονέα και ένα ή περισσότερα παιδιά που διαμένουν μαζί του. Η οικογένεια αυτή συνήθως προκύπτει έπειτα από το διαζύγιο των δύο γονιών ή λόγω του θανάτου του ενός γονέα αλλά και από την επιθυμία ενός ατόμου να αποκτήσει και να μεγαλώσει ένα παιδί χωρίς να βρίσκεται στην τυπική μορφή του γάμου ή της σχέσης. Μία μονογονεϊκή μορφή οικογένειας συντίθεται και στην περίπτωση όπου μία μητέρα επιλέγει να συνεχίσει μία εγκυμοσύνη η οποία δεν είναι επιθυμητή από τον σύντροφό της. 

Η ψυχολογία του παιδιού μέσα στη μονογονεϊκή οικογένεια

Οι μονογονείς συνήθως καλούνται να φέρουν εις πέρας τον επαγγελματικό και τον γονεϊκό ρόλο τους, χωρίς τη σταθερή παρουσία του άλλου γονέα και να διαχειρίζονται οικονομικές και πρακτικές προκλήσεις, ταυτόχρονα. Τα παιδιά χρειάζονται ένα ασφαλές και σταθερό περιβάλλον που θα διευκολύνει στη βέλτιστη ψυχοσυναιθηματική τους ανάπτυξη και ευημερία. Εάν ο γονεάς αντιμετωπίζει πιέσεις και προβλήματα, έντονες οικονομικές και ψυχοκοινωνικές δυσκολίες, είναι φυσικό να επηρεάζεται η γονεϊκή του επάρκεια, κάτι το οποίο θα έχει φυσικά επιπτώσεις και στο ίδιο το παιδί. 

Ακόμη, ένα παιδί που μεγαλώνει σε μία μονογονεϊκή οικογένεια μπορεί να χρειάζεται να διαχειριστεί τη ‘διαφορετικότητα’ της δικής του οικογένειας. Παιδιά που δεν έχουν αναγνωριστεί από τον βιολογικό πατέρα, έχουν γεννηθεί μέσα από διαδικασίες εξωσωματικής γονιμοποίησης με δωρεά γενετικού υλικού ή δεν έχουν επαφή με έναν από τους δύο γονείς τους, κλπ. ενδέχεται ακόμα και σήμερα να βιώνουν αυτή τη ‘διαφορετικότητα’  ή ακόμα και το κοινωνικό στίγμα. 

 

Ως προς τις επιπτώσεις της διαμονής με έναν μονογονέα στη ψυχολογία του παιδιού, είναι καλό να αποφεύγονται οι υπεργενικεύσεις. Ξέρουμε πως  αυτό που ενδεχομένως επηρεάζει αρνητικά το παιδί είναι οι συνεχόμενες συγκρούσεις και το εχθρικό κλίμα ανάμεσα στους γονείς του, σε περίπτωση διαζυγίου, αλλά και η μη δυνατότητα του γονέα να είναι συναισθηματικά διαθέσιμος και ουσιαστικά  παρών/ούσα στη ζωή του παιδιού του. Οι δικαστικές διαμάχες για την επιμέλεια του παιδιού, η δυσκολία στην επαφή του με τον γονέα που δεν διαμένουν μαζί αλλά και οι νέες μορφές οικογένειας που προκύπτουν με την προσθήκη στην οικογένεια νέων συντρόφων ή μέσα από επόμενους γάμους μπορεί να αποτελέσουν συναισθηματικές προσκλήσεις που το παιδί καλείται να διαχειριστεί. 

Παρ’ όλες τις προκλήσεις αυτές, είναι αξιοσημείωτο πως ένας μεγάλος αριθμός ερευνών υποστηρίζουν πλέον πως δεν υπάρχουν διαφορές στα επίπεδα εμφάνισης ψυχοσυναισθηματικών διαταραχών, συμπεριφορικών προβλημάτων, αλλά και στις ακαδημαϊκές επιδόσεις μεταξύ των παιδιών που προέρχονται από μονογονεϊκές οικογένειες και παιδιών από άλλες μορφές οικογένειας. Μάλιστα, φαίνεται πως ένα παιδί που μεγαλώνει σε μία μονογονεϊκή οικογένεια παρουσιάζει μεγαλύτερη ευημερία σε σχέση με παιδιά που μεγαλώνουν με γονείς που μένουν μαζί αλλά εμπλέκονται σε συνεχείς συγκρούσεις.

Ένας από τους κινδύνους μίας μονογεϊκής οικογένειας -χωρίς φυσικά να αποκλείεται ο κίνδυνος αυτός και σε οικογένειες όπου οι γονείς μένουν μαζί- είναι η η αντιστροφή του ρόλου και η ‘γονεοποίηση’ του παιδιού (parentification). Αυτό συνεπάγεται την επιβάρυνση του παιδιού με ευθύνες ενηλίκων, τη συναισθηματική εμπλοκή του παιδιού σε θέματα για τα οποία δεν έχει την ευθύνη και την υιοθέτηση ενός υποστηρικτικού και προστατευτικού ρόλου προς τον γονέα που διαμένουν μαζί. Αυτή η ‘γονεοποίηση’ του παιδιού δημιουργεί ένα δυσανάλογο με την ηλικία του και την ωριμότητά του βάρος για το παιδί. Αυτό μπορεί να επηρεάσει την ψυχοσυναισθημάτικη του ανάπτυξη, καθώς μπορεί να παραμελούνται οι δικές του ανάγκες για καθοδήγηση, προστασία και φροντίδα από τον γονέα του. 

Από την άλλη, και η υπερ-εμπλοκή του γονέα στη ζωή του παιδιού μπορεί να επηρεάσει την υγιή εξατομίκευση και αυτονόμησή του. Ένας μονογονέας ενδέχεται να παρουσιάζει υπερ-προστατευτικότητα, χωρίς και πάλι να αποκλείεται το ίδιο και για γονείς που μένουν μαζί. Καθώς η σχέση του παιδιού με τον μονογονέα, συνήθως τη μητέρα, δεν ‘διαμεσολαβείται’ από τον πατέρα, η σχέση παιδιού - μονογονέα μπορεί να είναι πιο συγχωνευτική. Μέσα σε μία συγχωνευτική σχέση, τα δύο μέλη βιώνονται ως ένα συγχωνευμένο όλον, και όχι ως διακριτά άτομα με ξεχωριστές ανάγκες, επιθυμίες, αντιλήψεις και συναισθήματα. Αυτό μπορεί να δυσκολέψει τη δημιουργία της ξεχωριστής ταυτότητας του παιδιού, και να συνεισφέρει στην εμφάνιση δυσλειτουργιών στον τρόπο που σχετίζεται με άλλους ανθρώπους. 

 

Αξίζει να σημειωθεί, όμως, πως οι παρουσιαζόμενες αρνητικές επιπτώσεις για το παιδί σχετίζονται με ελλιπείς γονεϊκές δεξιότητες, με μια μη δουλεμένη ψυχική πραγματικότητα του γονέα, με τυχόν προβλήματα ψυχικής υγείας του ή άλλες ψυχο-κοινωνικές δυσκολίες, και όχι με τη μονογονεϊκότητα από μόνη της. Όταν μάλιστα πρόκειται για μονογονεϊκές οικογένειες που προκύπτουν μέσα από τη συνειδητή απόφαση και επιθυμία ενός ατόμου να αποκτήσει ή να μεγαλώσει ένα παιδί μόνος του/μόνη της, οι έρευνες δείχνουν χαμηλότερα ποσοστά ψυχο-συναισθηματικών και συμπεριφορικών δυσκολιών στα παιδιά που μεγαλώνουν με τον μονογονέα, σε σχέση με παιδιά που μεγαλώνουν και με τους δύο γονείς τους αλλά σε ταραχώδη περιβάλλοντα ή με δυσλειτουργικά οικογενειακά δυναμικά. 

Διακοπές με έναν γονέα

H ώρα των διακοπών μπορεί να φέρει αντίστοιχες πρακτικές ή οικονομικές προκλήσεις για τις μονογονεϊκές οικογένειες, ενώ τα παιδιά χωρισμένων γονιών ενδέχεται να έχουν να διαχειριστούν και κάποιες συναισθηματικές προκλήσεις κατά τις διακοπές τους με τον έναν γονέα. 

 

Αρχικά, οι ευθύνες και οι πρακτικές προκλήσεις μπορεί να δημιουργήσουν άγχος για τον μονογονέα με μικρά παιδιά. Παρ’ όλα αυτά, ένας κατάλληλος προγραμματισμός και οργάνωση καθώς και η ύπαρξη βοήθειας για τον γονέα θα δημιουργήσουν τις συνθήκες ώστε να μπορέσουν ο γονέας με τα παιδιά να απολαύσουν ξεκούραστες και ευχάριστες στιγμές. Οι διακοπές μαζί με παππούδες ή φίλους ή άλλες οικογένειες με μικρά παιδιά μπορούν να προσφέρουν στον γονέα την αίσθηση ότι έχει βοήθεια, εάν χρειαστεί, ενώ επιτρέπει στα παιδιά να συνδεθούν και με άλλα αγαπημένα πρόσωπα, αλλά και να μοιραστούν ξέγνοιαστες στιγμές με συνομήλικούς. 

 

Για τους διαζευγμένους γονείς, οι διακοπές με τα παιδιά μπορεί επίσης να φέρουν προκλήσεις. Είναι σημαντικό οι γονείς να διαχειριστούν τις μεταξύ τους διαφωνίες χωρίς να εμπλέξουν τα παιδιά και χωρίς να επηρεάσουν το πως εκείνα αισθάνονται για τον άλλον γονέα και για τις διακοπές μαζί του. Το παιδί έχει ανάγκη να περάσει όμορφες και ουσιαστικές στιγμές σύνδεσης και με τους δύο γονείς. Έτσι, το παιδί πρέπει να νιώθει ελεύθερο να απολαύσει τις διακοπές μόνο με τη μαμά ή τον μπαμπά, χωρίς υπονοούμενα που δημιουργούν στο παιδί εντυπώσεις πως ο ένας γονιός δεν θα ήθελε την αλληλεπίδραση του παιδιού με τον άλλον ή ενοχή για το πως να αισθάνεται τώρα ο γονιός που δεν είναι μαζί τους. 

Ο γονέας που μένει με το παιδί είναι σημαντικό να μεταδίδει σε εκείνο ότι το να περάσει χρόνο και με τον άλλον γονέα πηγαίνοντας μαζί του διακοπές είναι μία υπέροχη ευκαιρία για τους δυο τους. Ακόμα κι αν το παιδί είναι διστακτικό να αποχωριστεί τον γονέα που μένει μαζί του, ο ίδιος μπορεί να του παρουσιάζει με ενθουσιασμό τις ευχάριστες στιγμές που θα περάσει με τον άλλο γονιό, που θα πάνε και τι θα κάνουν μαζί, πόσο θα μείνουν μαζί αλλά και ότι θα μπορεί να έχει επικοινωνία μαζί του/της, όποτε το επιθυμήσει. 

 

Κατά τις διακοπές, το παιδί είναι καλό να έχει σταθερή και ανεμπόδιστη επικοινωνία με τον γονέα που δεν είναι μαζί. Φυσικά, είναι απαραίτητο να έχει τη δυνατότητα να επικοινωνήσει μαζί του, όποτε εκφράσει την επιθυμία να του μιλήσει. Εάν το ίδιο το παιδί αρνείται να μιλήσει στο τηλέφωνο με τον γονέα που δεν είναι μαζί του, ο ίδιος χρειάζεται να το αποδεχτεί χωρίς να ανησυχήσει παραπάνω. Το παιδί μπορεί να απολαμβάνει ευχάριστες δραστηριότητες και να μη θέλει να μιλήσει στη μαμά ή τον μπαμπά. Το ότι ο γονιός τηλεφωνεί σταθερά είναι από μόνο του σημαντικό. Φυσικά, εάν το παιδί αρνείται σταθερά να επικοινωνήσει, είναι απαραίτητο να διερευνηθεί περαιτέρω και από τους δύο γονείς. 

Ακόμη, οι γονείς οφείλουν να σεβαστούν το διαφορετικό πρόγραμμα και τα σχέδια για διακοπές του άλλου γονέα και να βρουν μία ισορροπημένη λύση. Φυσικά, ο κάθε γονιός οφείλει να ενημερώνει εγκαίρως τον άλλον για τα πλάνα που αφορούν το παιδί, αλλά και να συμβουλεύονται ο ένας τον άλλον σε θέματα σχετικά με τις ανάγκες του παιδιού και το πρόγραμμά του (φαγητό, ύπνος, προτιμήσεις). Ο γονέας που δεν μένει με το παιδί είναι σημαντικό να ενημερωθεί για συνήθειές του που ίσως δεν γνωρίζει και θα ήταν σημαντικό να διατηρηθούν κατά την περίοδο των διακοπών. Διαφορετικοί τρόποι διαπαιδαγώγησης φέρνουν συχνά εντάσεις στους δύο γονείς. Μία κοινή και συμφωνημένη ώριμα και συνειδητά στάση απέναντι σε σημαντικά για το παιδί ζητήματα είναι ωφέλιμη για το ίδιο.

Εάν το παιδί είναι νηπιακής ή προσχολικής ηλικίας, χρειάζεται συχνά να υπάρξει μία προετοιμασία ώστε να πάει διακοπές με το γονιό με τον οποίο δεν έχει καθημερινή επαφή. Καλό είναι πριν τον αποχωρισμό από τον βασικό φροντιστή για πολλές μέρες, να έχει προηγηθεί μία περίοδος όπου το παιδί περνάει μικρότερα διαστήματα με τον γονέα που δεν μένει μαζί του. Εάν το παιδί έχει μπορέσει να διαχειριστεί τον αποχωρισμό από τον βασικό φροντιστή του και έχει χτίσει τη σχέση του με τον άλλον γονέα, τότε είναι εντάξει να περάσει μερικές μέρες μαζί του κατά τις διακοπές. 

Συνοψίζοντας, οι διακοπές με έναν γονέα, μέσα από τις κατάλληλες προϋποθέσεις, μπορούν να είναι μία υπέροχη εμπειρία σύνδεσης με τον γονέα αλλά και μια ευκαιρία συνειδητοποίησης για το παιδί, της αγάπης που νιώθουν για εκείνο, τόσο ο γονέας που είναι μαζί του στις διακοπές, όσο και εκείνος που λείπει. Η αγάπη αυτή αποδεικνύεται τόσο από τη στάση τους προς το παιδί όσο και από τη μεταξύ τους στάση, που οφείλει να είναι μια στάση σεβασμού στον κοινό γονεϊκό τους ρόλο.

Η Φανή Χονδρού είναι Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια, αριστούχος απόφοιτη του Παντείου Πανεπιστημίου και Διδάκτωρ του τμήματος Ψυχαναλυτικών σπουδών του Πανεπιστημίου του Essex στη Μεγάλη Βρετανία. Είναι Ψυχοθεραπεύτρια Γνωσιακής κατεύθυνσης (Α’ Ψυχιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών, “Αιγινήτειο” Νοσοκομείο), ενώ έχει λάβει ειδική εκπαίδευση στην ψυχολογική υποστήριξη παιδιών και οικογενειών στο πένθος και στην Τραυματοθεραπεία με τη μέθοδο EMDR.