Η Θεωρία του Συναισθηματικού Δεσμού: Σχέση Μητέρας και Βρέφους

Η Θεωρία του Συναισθηματικού Δεσμού: Σχέση Μητέρας και Βρέφους

Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο :

Μέσος Όρος Βαθμολογίας: 5 / 5. Προσμέτρηση ψήφων: 2

Η θεωρία της προσκόλλησης ή του συναισθηματικού δεσμού (attachment) μητέρας – βρέφους παρουσιάστηκε αρχικά από τον Βρετανό ψυχίατρο και ψυχαναλυτή, John Bowlby. Η θεωρία αυτή αναφέρεται στην ενστικτώδη τάση του βρέφους για διατήρηση εγγύτητας προς μια συγκεκριμένη γονεϊκή φιγούρα, που του δημιουργεί την αίσθηση ασφάλειας και προστασίας, ιδιαίτερα σε στρεσογόνες συνθήκες.

Το βρέφος είναι ευάλωτο και αδύναμο να επιβιώσει χωρίς την προσκόλληση στη γονεϊκή φιγούρα, από την οποία είναι απόλυτα εξαρτημένο. Μετά τη γέννα, το βρέφος νιώθει συχνά άγχος και απειλή λόγω των νέων εμπειριών και αισθήσεων που συναντά στην εξωμήτρια ζωή. Όταν αισθάνεται έτσι, κλαίει και επιζητά ασφάλεια και ανακούφιση από τα πρόσωπα που το φροντίζουν. Το βρέφος γεννιέται με προγραμματισμένες συμπεριφορές που θα ελκύσουν τον γονέα - φροντιστή του, ώστε να ικανοποιήσει τις βιολογικές και συναισθηματικές ανάγκες του, όπως το κλάμα και το χαμόγελο.

Ο τρόπος που η γονεϊκή φιγούρα ανταποκρίνεται στα μηνύματα αυτά, που στέλνει το βρέφος, ως αντίδραση σ’ αυτό που βιώνει, ως δυσφορία, αναστάτωση, φόβο, κλπ., αποτελεί τη βάση για το είδος του δεσμού που θα αναπτυχθεί ανάμεσα στο βρέφος και το γονέα κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής του.

Όταν η μητέρα (ή ο γονέας) παρουσιάζεται σταθερά διαθέσιμη, ανταποκρίνεται σε σημαντικό βαθμό με ζεστασιά και ευαισθησία στις βιολογικές και συναισθηματικές ανάγκες του μωρού της και είναι δεκτική απέναντι στη δυσφορία του, τότε αναπτύσσεται ένας ασφαλής δεσμός μεταξύ τους. Η σταθερή και άμεση ανταπόκριση δείχνει στο βρέφος πως η μητέρα αφουγκράζεται τις ανάγκες του και είναι πρόθυμη να τις ικανοποιήσει, ενώ παράλληλα αντέχει τη δυσφορία, το κλάμα, την αναστάτωσή του και είναι εκεί, ώστε να τα ανακουφίσει. Έτσι, το βρέφος αισθάνεται πως μπορεί να βασιστεί στα άτομα που είναι υπεύθυνα για τη φροντίδα του. Αυτό αποτελεί τη βάση για έναν ασφαλή συναισθηματικό δεσμό μεταξύ τους.

Αντίθετα, αν το πρόσωπο φροντίδας παραμελεί ή απορρίπτει τις ανάγκες του βρέφους, δεν είναι σταθερά διαθέσιμο ή αντιδρά απρόβλεπτα στα μηνύματά του (άλλοτε με έγνοια και ευαισθησία και άλλοτε με αδιαφορία), τότε προκύπτει ανασφαλής δεσμός. Το παιδί οδηγείται, έτσι, σε μια κατάσταση μόνιμης ανασφάλειας και αμφιθυμίας ως προς την αναζήτηση εγγύτητας (άλλοτε αναζητά με αγωνία την επαφή με τη μητέρα του και άλλοτε την απορρίπτει και το ίδιο), συνεχούς αγωνίας και άγχους για την αναζήτηση εγγύτητας από τους γύρω του ή σε μία συναισθηματική αποστασιοποίηση από αυτούς.

Μία άλλη βασική έννοια, για την κατανόηση της θεωρίας της προσκόλλησης, είναι το άγχος αποχωρισμού του βρέφους, το οποίο εμφανίζεται γύρω στους 7 μήνες, καθώς το βρέφος συνειδητοποιεί ότι η μητέρα του είναι μια διαφορετική ύπαρξη από εκείνο και επομένως μπορεί να την αποχωριστεί και να τη χάσει. Τότε, εμφανίζεται και ο φόβος του βρέφους για τους ξένους.

Τις πρώτες εβδομάδες της ζωής του το βρέφος θεωρεί ότι εκείνο και η μητέρα του είναι ένα. Αισθάνεται ότι οι ανάγκες του καλύπτονται αυτόματα.  Επίσης, δεν αντιδρά διαφορετικά σε κάποιον ξένο. Μέχρι περίπου τους 7 μήνες ο δεσμός με τη μητέρα είναι υπό διαμόρφωση και το παιδί αρχίζει να αντιδρά στην απουσία της και στην παρουσία άγνωστων ατόμων, αποζητώντας με αγωνία τη μητέρα του.

Μετά τους 6 με 8 μήνες, το βρέφος βιώνει πια άγχος και αγωνία, όταν καλείται να αποχωριστεί τον βασικό φροντιστή του, τα οποία εκφράζει συχνά με κλάμα, έντονες αντιδράσεις και τάση προσκόλλησης προς τη γονεϊκή φιγούρα. Το άγχος αποχωρισμού κορυφώνεται γύρω στους 12 με 18 μήνες και υπάρχει μέχρι περίπου τα 2 έτη, όπου σταδιακά αρχίζει να περιορίζεται. Τα βρέφη και μικρά παιδιά βιώνουν άγχος αποχωρισμού, όταν μια δεδομένη κατάσταση ενεργοποιεί τη συμπεριφορά προσκόλλησης και αναζήτησης ασφάλειας από το πρόσωπο φροντίδας τους, αλλά εκείνο δεν είναι διαθέσιμο.

Έτσι, το άγχος αποχωρισμού και η συμπεριφορά προσκόλλησης είναι ενδείξεις ενός διαμορφωμένου δεσμού της μητέρας με το βρέφος της. Το βρέφος έχει νιώσει πως μπορεί να στηριχθεί σε εκείνη. Τότε, παρουσιάζει σημάδια άγχους στην απουσία της και χαίρεται, όταν επιστρέφει. Το άγχος αυτό είναι μία φυσιολογική και αναπτυξιακά κατάλληλη εκδήλωση.Παρόλο που το παιδί εκφράζει την αγωνία του, φαίνεται να χτίζει σταδιακά την αίσθηση ασφάλειας και τη σιγουριά ότι η μητέρα θα είναι εκεί για εκείνο, δηλαδή, ότι ακόμα κι αν λείπει, θα επιστρέψει. Έτσι, σε στιγμές αναστάτωσης, δυσφορίας και άγχους, το βρέφος και μικρό παιδί που έχει αναπτύξει ασφαλή δεσμό, στρέφεται στη μητέρα του, για να ανακουφιστεί.

Μελετώντας τον τρόπο που αντιδρούν τα βρέφη και μικρά παιδιά σε συνθήκες αποχωρισμού από τη μητέρα ή τον βασικό φροντιστή τους και στην παρουσία ενός ξένου (Strange Situation assessment), η αναπτυξιακή ψυχολόγος, Mary Ainsworth, περιέγραψε τα διαφορετικά είδη δεσμού.

Τα είδη του δεσμού βρέφους -μητέρας

Ασφαλής δεσμός 

Όπως αναφέρθηκε ήδη, το βρέφος αναπτύσσει ασφαλή δεσμό όταν η μητέρα/ φροντιστής του ανταποκρίνεται επαρκώς στις ανάγκες του με σταθερότητα, ζεστασιά και φροντίδα. Το βρέφος αποζητά τη μητέρα κατά την απουσία της ή όταν χρειάζεται να το ανακουφίσει, βιώνοντας άγχος αλλά χτίζοντας σταδιακά την αίσθηση της σιγουριάς ότι εκείνη θα επιστρέψει και ότι θα ανταποκριθεί επαρκώς στις ανάγκες του. Έτσι, αντιδρά με χαρά στη επιστροφή της μητέρας, μετά από παροδική απουσία της.

Όταν η μητέρα είναι κατά κύριο λόγο σταθερή και διαθέσιμη, το βρέφος μπορεί να προβλέψει τη συμπεριφορά της και να οργανώσει τον τρόπο που αντιδρά, ώστε να την προσελκύσει, γεγονός που του προσφέρει ηρεμία, ασφάλεια και προβλεψιμότητα. Το βρέφος που βιώνει έναν ασφαλές συναισθηματικό δεσμό με τη μητέρα του χτίζει έτσι μια ασφαλή βάση (secure base), την οποία εσωτερικεύει και μπορεί να χρησιμοποιήσει, για να ανακουφιστεί. Έτσι, ως νήπιο είναι σε θέση να απομακρυνθεί από εκείνη με μεγαλύτερη σιγουριά και να εξερευνήσει το περιβάλλον του, ξέροντας ότι μπορεί να επιστρέψει στην ασφαλή του βάση, όταν το χρειαστεί.

Ανασφαλής – αμφιθυμικός δεσμός

Ο ανασφαλής – αμφιθυμικός τύπος δεσμού εμφανίζεται, όταν η μητέρα ανταποκρίνεται απρόβλεπτα στις ανάγκες του παιδιού: άλλοτε συντονίζεται συναισθηματικά μαζί του και απαντά με ευαισθησία στις ανάγκες του και άλλοτε παρουσιάζεται μη διαθέσιμη συναισθηματικά, ψυχρή ή απορριπτική. Η ασυνέπεια της μητέρας προκαλεί αμφιθυμία στο βρέφος, καθώς δεν ξέρει τι να περιμένει. Το ίδιο αισθάνεται πως δεν μπορεί να στηριχθεί στη μητέρα του, καθώς δεν ξέρει, εάν θα είναι εκεί, όταν τη χρειάζεται.

Στην απουσία της μητέρας το βρέφος και μικρό παιδί που έχει χτίσει ένα ανασφαλές είδος προσκόλλησης, βιώνει πολύ έντονο άγχος και αφόρητη αγωνία, την οποία εκδηλώνει συχνά με παρατεταμένη διαμαρτυρία, σπαρακτικό κλάμα, και εκδηλώσεις θυμού. Μέσα από την υπερβολική αρνητική του αντίδραση το βρέφος ‘κραυγάζει’ για προσοχή, προσδοκώντας να κάνει αισθητή τη δυσφορία του και να εξασφαλίσει μία κατάλληλη απάντηση από τη μητέρα. Επειδή, όμως, η συμπεριφορά της μητέρας είναι ασυνεπής, το παιδί παρουσιάζεται να θέλει ταυτόχρονα να προσεγγίσει τη μητέρα, αλλά και να την αποφύγει.

Ανασφαλής – αποφευκτικός δεσμός 

Ο αποφευκτικός δεσμός αναπτύσσεται, όταν η μητέρα παραμελεί σταθερά το βρέφος, αφήνει ακάλυπτες τις ανάγκες του και δεν ανταποκρίνεται στη δυσφορία του. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σταθερή αγνόηση του κλάματος του μωρού ή η εκδήλωση ενόχλησης και μη απάντησης σε αυτό.

Καθώς το βρέφος βιώνει την απορριπτική αυτή στάση της μητέρας και τη ματαίωση του ‘καλέσματός’ του για εγγύτητα και κάλυψη των αναγκών του, τείνει πια να αποφεύγει την αναζήτηση βοήθειας από εκείνη. Η αρχική απελπισία του βρέφους καταλήγει σε αποθάρρυνση και τελικά σε παραίτηση και αποδέσμευση από τον φροντιστή του. Έτσι, το παιδί φαινομενικά δεν παρουσιάζει άγχος σε συνθήκες που θα αναμενόταν να εκδηλώσει αγωνία και συμπεριφορές προσκόλλησης. Αυτό μπορεί να ερμηνευτεί ως μια στάσης συναισθηματικής αποστασιοποίησής του παιδιού προς τη μητέρα που έρχεται ως απάντηση στη μη συναισθηματική διαθεσιμότητα της δεύτερης.

Πιο πρόσφατα, περιγράφηκε επίσης και ένα τέταρτο είδος δεσμού:

Ανασφαλής – αποδιοργανωμένος δεσμός 

Όταν το βρέφος δέχεται μη τυπικές και ακατάλληλες συμπεριφορές, όπως κακοποίηση και παραμέληση, μπορεί να αναπτύξει ένα αποδιοργανωμένο είδος δεσμού με τη μητέρα/ φροντιστή. Τότε, το βρέφος και μικρό παιδί εμφανίζει μία αποδιοργανωμένη συμπεριφορά,  παρουσιάζει ένα χαοτικό και μπερδεμένο τρόπο αντίδρασης προς τη μητέρα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η μητέρα μπορεί να λειτουργεί ταυτόχρονα ως πηγής ανακούφισης αλλά και ως απειλή για το παιδί. Αυτό προκύπτει συχνά, όταν υπάρχει ιστορικό τραύματος, βία ή κακοποίηση ή όταν η μητέρα παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας ή σχετίζεται με ουσίες. Η συναισθηματικά μπερδεμένη και χαοτική συμπεριφορά της μητέρας δεν επιτρέπει στο παιδί να δημιουργήσει ένα οργανωμένο είδος συναισθηματικού δεσμού.

Πώς δημιουργείται ο ασφαλής δεσμός; 

Μέσα από την κατάλληλη αλληλεπίδραση με το βρέφος, ‘υφαίνεται’ ο ασφαλής συναισθηματικός δεσμός με τη μητέρα/ φροντιστή.  Η κατάλληλη ανταπόκριση συνεπάγεται πως η μητέρα είναι σε θέση να ‘ακούει’, να αφουγκράζεται τις ανάγκες του βρέφους – σωματικές, αλλά και συναισθηματικές- και να προσπαθεί να αποκωδικοποιεί τα μηνύματα που της στέλνει (καθώς το μωρό δεν έχει ακόμα αναπτύξει επαρκή λεκτική επικοινωνία). Να δοκιμάζει, δηλαδή,  τρόπους να ανακουφίζει τη δυσφορία του μωρού, να ακολουθεί και να σέβεται τα σήματα που της στέλνει και να ‘διαπραγματεύεταί’ μαζί του τι του προκαλεί δυσφορία, ποια ανάγκη του χρειάζεται κάλυψη, τι μπορεί να χρειάζεται.

Ο δεσμός θα χτιστεί πάνω στη βάση της ποιότητας της επικοινωνίας μητέρας – βρέφους, μία επικοινωνία που δεν μετριέται τόσο ποσοτικά, αλλά, κυρίως ποιοτικά. Αυτό σημαίνει πως δεν είναι απαραίτητο - θα ήταν άλλωστε ανέφικτο- η μητέρα να είναι πάντοτε παρούσα και να μπορεί να αντιδρά πάντα στις ανάγκες του βρέφους τη στιγμή που εκείνο το ζητά. Ασφαλώς, η μητέρα δεν θα είναι πάντοτε σε θέση να συντονιστεί με τις ανάγκες του μωρού της ή να τις ικανοποιήσει άμεσα, είτε λόγω πρακτικών δυσκολιών είτε λόγω των δικών της περιορισμών. Όμως, αν η μητέρα επιθυμεί να είναι παρούσα και προσπαθεί να δείχνει τη διαθεσιμότητά της, αλλά και να ‘επανορθώσει’ για τις αναμενόμενες ‘ρήξεις’ στη σχέση τους, τότε θα αναπτυχθεί  ο ασφαλής δεσμός μεταξύ τους.

Η άμεση ανταπόκριση -στο μέτρο του εφικτού- στο κλάμα του μωρού, αλλά και η συναισθηματική διαθεσιμότητα, η εκδήλωση ζεστασιάς, τα χάδια, η δέρμα με δέρμα επαφή, ο θηλασμός, η συγκοίμηση, η χρήση μάρσιππου και όσες άλλες συμπεριφορές χρησιμοποιούνται από τη μητέρα στη βάση της επιθυμίας της, για διατήρηση  εγγύτητας με το βρέφος της, μπορούν να ενισχύσουν την ανάπτυξη αυτού του δεσμού.

Για να χτιστεί ο ασφαλής δεσμός, είναι πολύ σημαντικό η μητέρα να αποδέχεται και να είναι σε θέση να αντέχει τα δυσάρεστα συναισθήματα του βρέφους και να μπορεί να τα εμπεριέχει. Έτσι, βοηθά το παιδί να αντέχει σταδιακά και εκείνο τα δύσκολα συναισθήματά του. Για αυτό, είναι απαραίτητο η μητέρα να έχει επίγνωση και των δικών της δύσκολων συναισθημάτων και των συμπεριφορικών αντιδράσεών της απέναντι στο παιδί, προσπαθώντας να τα αναγνωρίζει, να αναστοχάζεται πάνω σ’ αυτά και να προσπαθεί να τα διαχειρίζεται, αποδεχόμενη φυσικά τις δυσκολίες.

Αξίζει να σημειωθεί, πως η σχέση που έχει αναπτύξει με τη δική της μητέρα καθορίζει σε σημαντικό βαθμό το δεσμό που αναπτύσσει η ίδια με το δικό της παιδί. Τα δικά της πρώιμα βιώματα με την πατρική οικογένεια, αλλά και οι μετέπειτα εμπειρίες σε σχέση με ‘σημαντικούς άλλους’ θα επηρεάσουν τον τρόπο που σχετίζεται με το βρέφος της. Φυσικά, εάν η μητέρα αναγνωρίσει τις δικές της δυσκολίες στους δικούς της δεσμούς είναι σε θέση να δράσει επανορθωτικά, συνήθως, αρχίζοντας μία ψυχοθεραπεία, ώστενα μπορέσει να προσφέρει στο βρέφος μια διαφορετική φροντίδα και ένα διαφορετικό συναισθηματικό δεσμό σε σχέση με αυτόν που εκείνη διαμόρφωσε στη βάση των δικών της πρώιμων σχέσεων.

Τέλος, ο υγιής δεσμός με το βρέφος θα χτιστεί όταν οι γονείς ανταποκρίνονται κατάλληλα στις ανάγκες του, αλλά παράλληλα δίνουν προσοχή και στις δικές τους ανάγκες. Σωστή ανταπόκριση δεν σημαίνει απόλυτη και αποκλειστική κάλυψη των αναγκών του παιδιού και παραμέληση των αναγκών των γονέων. Όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί, ο γονέας χρειάζεται να λαμβάνει κι ο ίδιος φροντίδα ώστε να μπορεί να φροντίσει επαρκώς το μωρό του.

Επιπτώσεις του συναισθηματικού δεσμού 

Εάν η μητέρα χτίσει έναν ασφαλή δεσμό με το βρέφος κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής του, το ασφαλές αυτό περιβάλλον εσωτερικεύεται από το παιδί και επηρεάζει θετικά την ψυχοσυναισθηματική του ανάπτυξη. Σταδιακά, το μικρό παιδί, έχοντας εσωτερικεύσει αυτή την ασφάλεια, θα μπορέσει να απομακρυνθεί από τους οικείους ενήλικες, για να εξερευνήσει τον κόσμο γύρω του, γνωρίζοντας όμως, ότι υπάρχει η ‘ασφαλής βάση’ στην οποία μπορεί να επιστρέψει όταν το χρειάζεται. Το παιδί που έχει προσκολληθεί με ασφάλεια στην αρχή της ζωής του, παρουσιάζεται να έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του, αλλά και στους γύρω του καθώς μεγαλώνει.

Ακόμη, η επαρκής και σταθερή ικανοποίηση των αναγκών του βρέφους του δίνει μία αίσθηση ότι οι φροντιστές του το αγαπούν και επομένως, ότι το ίδιο είναι άξιο αγάπης. Ο συναισθηματικός δεσμός με τους γονείς θα αποτελέσει τη βάση πάνω στην οποία θα σχηματιστεί η εικόνα που κατασκευάζει το παιδί για τον εαυτό του -η οποία επεκτείνεται και στην ενήλικη ζωή- και ο τρόπος που σχετίζεται με τους άλλους.

Στηριζόμενο σε αυτήν την πρωταρχική σχέση, το παιδί φτιάχνει ένα εσωτερικό μοντέλο, μια αναπαράσταση για τον εαυτό του και τους άλλους, ένα είδος προτύπου με βάση το οποίο θα αντιλαμβάνεται και θα ερμηνεύει τον κόσμο γύρω του. Το εσωτερικό αυτό μοντέλο/πρότυπο ασυνείδητα καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί στις σχέσεις του και το βαθμό ασφάλειας και ικανοποίησης που βιώνει σε αυτές κατά τη διάρκεια της ζωής του. Το παιδί διαμορφώνει προσδοκίες σχετικά με το κατά πόσο το ίδιο είναι άξιο αγάπης και οι άλλοι είναι άξιοι εμπιστοσύνης, ώστε να μπορέσει να προσεγγίσει, να εμπιστευτεί και να συνδεθεί με άλλους ανθρώπους.

Έτσι, ο συναισθηματικός δεσμός με τη μητέρα οργανώνει και κατά κάποιον τρόπο προβλέπει το πως το παιδί και ο μετέπειτα ενήλικας δημιουργεί σχέσεις, αναπτύσσει την κοινωνικότητά του και προσαρμόζεται σε νέες συνθήκες με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Η ασφαλής προσκόλληση και εξάρτηση κατά τον πρώτο χρόνο επιτρέπει αργότερα την αυτονομία στη ζωή.

Επίσης, ο δεσμός επηρεάζει το πως το παιδί αντιδρά και αντιμετωπίζει μετέπειτα δυσκολίες, δηλαδή είτε παρουσιάζει κάποιο βαθμό ανθεκτικότητας στις δυσκολίες και δείχνει εμπιστοσύνη στον εαυτό του είτε κατακλύζεται από αυτές και αντιδρά με απόγνωση, απελπισία ή πλήρη αποσύνδεση.

Εάν δεν μπορέσει να αναπτυχθεί ένας ασφαλής δεσμός, το άτομο μπορεί να νιώθει ανάξιο αγάπης, να έχει ιδέες ανεπάρκειας, αλλά και να φοβάται την απόρριψη ή τη στενή επαφή με άλλους, οι οποίοι μπορεί να εκλαμβάνονται ως μη προβλέψιμοι ή απορριπτικοί. Μια ανασφαλής προσκόλληση του βρέφους με τη μητέρα, η οποία δεν απαντά στις ανάγκες του για ηρεμία και ασφάλεια, μπορεί να περιορίσει την ψυχοσυναιθηματική εξέλιξη του παιδιού, αλλά και να παρεμποδίσει τη νοητική του ανάπτυξη.

Είναι αξιοσημείωτη η επίδραση της μητρικής φροντίδας στην επιβίωση των νευρώνων του εγκεφάλου και στη συναπτογένεση (τον σχηματισμό συνάψεων ανάμεσα στους νευρώνες), που λαμβάνει χώρο στα τρία πρώτα χρόνια της ζωής. Την περίοδο αυτή, ο εγκέφαλος του παιδιού αναπτύσσεται ραγδαία. Έρευνες δείχνουν ότι η ικανοποιητική μητρική φροντίδα δρα προστατευτικά απέναντι στην εμφάνιση γνωσιακών ελλειμμάτων, επιδρώντας, σε ένα βαθμό, ακόμα και στη γενετική προδιάθεση. Όταν υπάρχει άμεση και επαρκής ανταπόκριση στις ανάγκες του βρέφους, το ίδιο μπορεί να εξοικονομήσει την ενέργεια που θα σπαταλούσε αγωνιώντας για την κάλυψη των βασικών αναγκών του και κατ’ επέκταση για την επιβίωσή του και να επικεντρωθεί στα ερεθίσματα γύρω του, στη μάθηση, στην εξερεύνηση και στην εξέλιξή του. Επομένως, οι πρώιμες εμπειρίες δεσμού έχουν σημαντικό αντίκτυπο στο πως θα δομηθεί η αρχιτεκτονική του εγκεφάλου του παιδιού καθώς στις ικανότητες που θα αναπτύξει τόσο στην παιδική ηλικία όσο και στην ενήλικη ζωή.

Η Φανή Χονδρού είναι Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπεύτρια, αριστούχος απόφοιτη του Παντείου Πανεπιστημίου και Διδάκτωρ του τμήματος Ψυχαναλυτικών σπουδών του Πανεπιστημίου του Essex στη Μεγάλη Βρετανία. Είναι Ψυχοθεραπεύτρια Γνωσιακής κατεύθυνσης (Α’ Ψυχιατρική Κλινική Πανεπιστημίου Αθηνών, “Αιγινήτειο” Νοσοκομείο), ενώ έχει λάβει ειδική εκπαίδευση στην ψυχολογική υποστήριξη παιδιών και οικογενειών στο πένθος και στην Τραυματοθεραπεία με τη μέθοδο EMDR.